ἀποδαρθάνω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδαρθάνω:''' αόρ. βʹ <i>-έδαρθον</i>, [[κοιμάμαι]] λίγο, [[παίρνω]] έναν υπνάκο, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀποδαρθάνω:''' αόρ. βʹ <i>-έδαρθον</i>, [[κοιμάμαι]] λίγο, [[παίρνω]] έναν υπνάκο, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδαρθάνω:''' засыпать, погружаться в сон (μικρὸν ἀποδαρθεῖν ὑπὸ κόπου βιασθείς Plut.).
}}
}}