ἀποδαρθάνω

From LSJ

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδαρθάνω Medium diacritics: ἀποδαρθάνω Low diacritics: αποδαρθάνω Capitals: ΑΠΟΔΑΡΘΑΝΩ
Transliteration A: apodarthánō Transliteration B: apodarthanō Transliteration C: apodarthano Beta Code: a)podarqa/nw

English (LSJ)

aor. -έδαρθον, inf.
A -δραθεῖν Them.Or.7.91a (but v. infr.):—sleep, μικρόν Plu.Dio 26; ἀποδαρθεῖν τὸν ἀηδόνιον ὕπνου Nicoch.4 D. (cf. ἀηδόνιος).
II wake up, Ael.NA3.13.

Spanish (DGE)

1 dormir τὸν ἀηδόνιον ὕπνον ... ἀποδαρθόντα (cj.), Nicoch.16, μικρόν Plu.Dio 26, cf. Procop.Goth.4.32.3, Hsch.
2 despertar Ael.NA 3.13.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 ἀποδαρθεῖν;
1 s'endormir;
2 réveiller.
Étymologie: ἀπό, δαρθάνω.

German (Pape)

(δαρθάνω), ausschlafen, Hesych.; μικρὸν ἀποδαρθεῖν Plut. Dion. 26; – wieder aufwachen, Ael. H.A. 3.13 inf. praes.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδαρθάνω: засыпать, погружаться в сон (μικρὸν ἀποδαρθεῖν ὑπὸ κόπου βιασθείς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδαρθάνω: μέλλ. -δαρθήσομαι: ἀόρ. -έδαρθον, καὶ ἐν Θεμιστίῳ 91Α -έδραθον: - κοιμῶμαι ὀλίγον, Πλουτ. Δίων 26· «ἀποδαρθάνει· ἀποκοιμᾶται» Ἡσύχιος: ἀποδαρθεῖν ἀηδόνειον ὕπνον, Α. Β. 349, 8, ἴδε ἐν λ. ἀηδόνειος. ΙΙ. ἐξεγείρομαι τοῦ ὕπνου, ἐξυπνῶ, Αἰλ. π. Ζ. 3. 13.

Greek Monolingual

ἀποδαρθάνω (Α) δαρθάνω
1. αποκοιμιέμαι
2. ξυπνάω.

Greek Monotonic

ἀποδαρθάνω: αόρ. βʹ -έδαρθον, κοιμάμαι λίγο, παίρνω έναν υπνάκο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

to sleep a little, Plut.