Anonymous

ἀποκόπτω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκόπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[αποτέμνω]], [[αποκόβω]], λέγεται για ανθρώπινα [[μέλη]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης, <i>ἀπέκοψε παρήορον</i>, έκοψε το [[σχοινί]] και άφησε ελεύθερο το [[άλογο]] που βρισκόταν κοντά, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>ἀποκοπῆναι τὴν χεῖρα</i>, μου κόπηκε το [[χέρι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἀποκόπτω]] τινὰ ἀπὸ τόπου, [[απομακρύνω]] βίαια, [[εκδιώκω]] από οχυρό [[τόπο]] ή από στρατηγικό [[σημείο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., [[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου ενώ [[θρηνώ]], [[στηθοκοπιέμαι]]· με αιτ., [[πενθώ]], [[θρηνώ]] κάποιον, <i>νεκρόν</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀποκόπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[αποτέμνω]], [[αποκόβω]], λέγεται για ανθρώπινα [[μέλη]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης, <i>ἀπέκοψε παρήορον</i>, έκοψε το [[σχοινί]] και άφησε ελεύθερο το [[άλογο]] που βρισκόταν κοντά, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>ἀποκοπῆναι τὴν χεῖρα</i>, μου κόπηκε το [[χέρι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἀποκόπτω]] τινὰ ἀπὸ τόπου, [[απομακρύνω]] βίαια, [[εκδιώκω]] από οχυρό [[τόπο]] ή από στρατηγικό [[σημείο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., [[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου ενώ [[θρηνώ]], [[στηθοκοπιέμαι]]· με αιτ., [[πενθώ]], [[θρηνώ]] κάποιον, <i>νεκρόν</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκόπτω:''' <b class="num">1)</b> отрубать, отсекать, отрезывать ([[κάρη]] Hom.; χεῖρας Her.; τινὶ τὸν τράχηλον Plut.): ἀποκοπῆναι τὴν χεῖρα Her. лишиться руки; ἀποκοπῆναι τῆς ἐλπίδος Plut. утратить надежду; ἀποκεκομμένης [[αὐτῷ]] τῆς φωνῆς Plut. когда у него пропал голос;<br /><b class="num">2)</b> выбивать, вытеснять (sc. τοὺς πολεμίους Xen.);<br /><b class="num">3)</b> med. оплакивать, нанося себе удары ([[νεκρόν]] Eur.).
}}
}}