Anonymous

ἀπόερσε: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόερσε:''' αρχ. αόρ. αʹ που απαντά μόνον στο γʹ πρόσ. [[ἀπόερσε]], παρέσυρε, σάρωσε, κατέπνιξε· υποτ. <i>ἀποέρσῃ</i>, ευκτ. <i>ἀποέρσειε</i>· όλοι οι τύποι σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἀπόερσε:''' αρχ. αόρ. αʹ που απαντά μόνον στο γʹ πρόσ. [[ἀπόερσε]], παρέσυρε, σάρωσε, κατέπνιξε· υποτ. <i>ἀποέρσῃ</i>, ευκτ. <i>ἀποέρσειε</i>· όλοι οι τύποι σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόερσε:''' aor. унес(ла), увлек(ла) ([[ἔνθα]] με κῦμ᾽ [[ἀπόερσε]] Hom.; μή μιν ἀποέρσειε [[ποταμός]] Hom.).
}}
}}