3,277,309
edits
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόερσε:''' αρχ. αόρ. αʹ που απαντά μόνον στο γʹ πρόσ. [[ἀπόερσε]], παρέσυρε, σάρωσε, κατέπνιξε· υποτ. <i>ἀποέρσῃ</i>, ευκτ. <i>ἀποέρσειε</i>· όλοι οι τύποι σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''ἀπόερσε:''' αρχ. αόρ. αʹ που απαντά μόνον στο γʹ πρόσ. [[ἀπόερσε]], παρέσυρε, σάρωσε, κατέπνιξε· υποτ. <i>ἀποέρσῃ</i>, ευκτ. <i>ἀποέρσειε</i>· όλοι οι τύποι σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόερσε:''' aor. унес(ла), увлек(ла) ([[ἔνθα]] με κῦμ᾽ [[ἀπόερσε]] Hom.; μή μιν ἀποέρσειε [[ποταμός]] Hom.). | |||
}} | }} |