3,277,220
edits
(3) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποκλείω:''' μέλ. <i>-κλείσω</i>, Ιων. ἀπο-[[κληίω]], μέλ. <i>-κληίσω</i>· Αττ. [[ἀποκλῄω]], μέλ. -[[κλῄσω]], Δωρ. μέλ. <i>κλᾴξω</i>· προστ. αορ. αʹ <i>-κλᾷξον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κλείνω]] έξω, [[εμποδίζω]] την είσοδο, [[προβάλλω]] εμπόδια· <i>τινὰ πυλέων</i>, σε Ηρόδ.· <i>δωμάτων</i>, σε Αισχύλ.· [[ἀποκλείω]] τινά, [[κλείνω]] κάποιον έξω, σε Αριστοφ. — Μέσ., [[ἀποκλείω]] τινὰτῆς διαβάσεως, [[εμποδίζω]] τη [[διέλευση]] κάποιου, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποκλείω]] κάποιον από [[κάτι]], [[προβάλλω]] εμπόδια σε [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἀπό τινος, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλείνω]] τις πόρτες και άλλα παρόμοια, [[φράζω]], [[εμποδίζω]], σε Ηρόδ. — Παθ., κλείνομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[κλείνω]] κάποιον στη [[φυλακή]], σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> [[αποκλείω]], [[εξαιρώ]], [[εμποδίζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., <i>ἀποκλείομαι ὑπὸ τῆς ἵππου</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀποκλείω:''' μέλ. <i>-κλείσω</i>, Ιων. ἀπο-[[κληίω]], μέλ. <i>-κληίσω</i>· Αττ. [[ἀποκλῄω]], μέλ. -[[κλῄσω]], Δωρ. μέλ. <i>κλᾴξω</i>· προστ. αορ. αʹ <i>-κλᾷξον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κλείνω]] έξω, [[εμποδίζω]] την είσοδο, [[προβάλλω]] εμπόδια· <i>τινὰ πυλέων</i>, σε Ηρόδ.· <i>δωμάτων</i>, σε Αισχύλ.· [[ἀποκλείω]] τινά, [[κλείνω]] κάποιον έξω, σε Αριστοφ. — Μέσ., [[ἀποκλείω]] τινὰτῆς διαβάσεως, [[εμποδίζω]] τη [[διέλευση]] κάποιου, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποκλείω]] κάποιον από [[κάτι]], [[προβάλλω]] εμπόδια σε [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἀπό τινος, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλείνω]] τις πόρτες και άλλα παρόμοια, [[φράζω]], [[εμποδίζω]], σε Ηρόδ. — Παθ., κλείνομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[κλείνω]] κάποιον στη [[φυλακή]], σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> [[αποκλείω]], [[εξαιρώ]], [[εμποδίζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., <i>ἀποκλείομαι ὑπὸ τῆς ἵππου</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποκλείω:''' атт. [[ἀποκλῄω]], ион. [[ἀποκληΐω]], дор. [[ἀποκλᾴω]]<br /><b class="num">1)</b> запирать (τὰς πύλας Her., Plut.; τὴν οἰκίαν Plut.; τινὰ [[ἔνδον]] Dem.; ἀπεκλείσθην ἐν τῷ δωματίῳ Lys.);<br /><b class="num">2)</b> преграждать, перерезывать (τὰς ἐφόδους τῶν ἐπιτηδείων Xen.; τὴν ὁδόν Babr.): ἀ. τινά τινος Her., Aesch., τινά τινι и τινὰ [[ἀπό]] τινος Arph. закрывать кому-л. доступ к чему-л.; ἀ. τινα τῆς Σπαρτης Plut. отрезать кого-л. от Спарты; ἀπεκεκλέατο ὑπὸ τῆς ἵππου Her. их путь был прегражден конницей; ἀποκλεῖσθαι τῶν σιτίων Dem. отворачиваться (отказываться) от пищи; ἀ. τὴν βλάστην τινός Plat. мешать росту чего-л.;<br /><b class="num">3)</b> застилать, закрывать (τὴν ὄψιν Her.; τὸ [[φῶς]] ἀποκέκλεισται Arst.): ἀ. τὰ [[ὦτα]] Plut. затыкать уши;<br /><b class="num">4)</b> юр. делать отвод или оговорку Dem. | |||
}} | }} |