3,277,241
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποτρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στρέφω]] κάποιον [[μακριά]] από [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· [[μεταστρέφω]], [[μεταπείθω]] κάποιον ώστε να μην πράξει [[κάτι]], [[αποτρέπω]], σε Θουκ.· επίσης με απαρ., [[ἀποτρέπω]] τινὰ ποιεῖν τι, σε Αισχύλ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ. μόνο, κάνω κάποιον να τραπεί σε [[φυγή]] προξενώντας φόβο, [[απομακρύνω]], αποδιώχνω, [[αναγκάζω]] σε [[οπισθοχώρηση]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., κάνω [[κάτι]] να στραφεί σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αποκρούω]], [[κωλύω]], [[παρεμποδίζω]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· πρβλ. [[ἀποτρόπαιος]], [[ἀπότροπος]].<br /><b class="num">4.</b> στρέφομαι από τους άλλους, [[εναντίον]] ενός, τι [[ἐπί]] τινι, σε Σοφ. — Μέσ., ἀποτραπόμενος [[πρός]] τι, στρέφοντας την [[προσοχή]] μου από τα άλλα αντικείμενα σε αυτό το συγκεκριμένο, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. και Παθ.,<br /><b class="num">1.</b> στρέφομαι από, [[απέχω]] από [[μία]] [[πράξη]], με μτχ., σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., σε Ευρ. κ.λπ.· απόλ., [[σταματώ]], [[παύω]], [[απέχω]] από φόβο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποστρέφω]] το πρόσωπό μου από, [[αδιαφορώ]] για ή δεν [[προσέχω]] τα λεγόμενα κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., αποστρέφομαι, [[βδελύσσομαι]], όπως το Λατ. aversari, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> στρέφομαι προς τα [[πίσω]], [[επιστρέφω]], σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''ἀποτρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στρέφω]] κάποιον [[μακριά]] από [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· [[μεταστρέφω]], [[μεταπείθω]] κάποιον ώστε να μην πράξει [[κάτι]], [[αποτρέπω]], σε Θουκ.· επίσης με απαρ., [[ἀποτρέπω]] τινὰ ποιεῖν τι, σε Αισχύλ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ. μόνο, κάνω κάποιον να τραπεί σε [[φυγή]] προξενώντας φόβο, [[απομακρύνω]], αποδιώχνω, [[αναγκάζω]] σε [[οπισθοχώρηση]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., κάνω [[κάτι]] να στραφεί σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αποκρούω]], [[κωλύω]], [[παρεμποδίζω]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· πρβλ. [[ἀποτρόπαιος]], [[ἀπότροπος]].<br /><b class="num">4.</b> στρέφομαι από τους άλλους, [[εναντίον]] ενός, τι [[ἐπί]] τινι, σε Σοφ. — Μέσ., ἀποτραπόμενος [[πρός]] τι, στρέφοντας την [[προσοχή]] μου από τα άλλα αντικείμενα σε αυτό το συγκεκριμένο, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. και Παθ.,<br /><b class="num">1.</b> στρέφομαι από, [[απέχω]] από [[μία]] [[πράξη]], με μτχ., σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., σε Ευρ. κ.λπ.· απόλ., [[σταματώ]], [[παύω]], [[απέχω]] από φόβο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποστρέφω]] το πρόσωπό μου από, [[αδιαφορώ]] για ή δεν [[προσέχω]] τα λεγόμενα κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., αποστρέφομαι, [[βδελύσσομαι]], όπως το Λατ. aversari, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> στρέφομαι προς τα [[πίσω]], [[επιστρέφω]], σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποτρέπω:''' <b class="num">1)</b> поворачивать назад, обращать в бегство (τινάς Hom.);<br /><b class="num">2)</b> pass. поворачиваться назад, обращать тыл (ἀποτρέπεσθαι καὶ φεύγειν Plut.): ἀποτρέπεσθαι ἐκ τῶν κινδύνων Thuc. убегать от опасностей; ἀποτρέπεσθαί τι (τινά) Aesch., Arst., Polyb., Plut. (в ужасе) отворачиваться от кого(чего)-л.; ἀποτρέπεσθαι [[τἀληθές]] Eur. не слушать истины;<br /><b class="num">3)</b> отводить назад или в сторону, (пред)отвращать, отклонять (τινὰ πολέμοιο Hom.; ἔγχεος ὁρμήν Hes.; [[ἔγχος]] ἐπί τινι Soph.; τὰ ἐπιόντα Her.; συμφοράν Plat.): ἀποτρέψασθαι πρός τι Plat. и εἴς τι Luc. обратиться или вернуться к чему-л.;<br /><b class="num">4)</b> отговаривать, разубеждать (τινὰ ἐπέεσσιν Hom.; τὸν δῆμον Plut.; τινὰ ποιεῖν τι Aesch., Xen., Dem.; τὸ μὴ ποιεῖν τι Her. и μὴ οὐχὶ ποιεῖν τι Luc.);<br /><b class="num">5)</b> med. отказываться, воздерживаться (τινος Xen. и ποιεῖν τι Eur.): οὐκ ἀποτρέψομαι λέγειν Dem. я не поколеблюсь сказать; τῆς βοηθείας ἀποτραπόμενος Plut. раздумав оказать помощь;<br /><b class="num">6)</b> med. возвращаться (ἐπ᾽ οἴκου Thuc.);<br /><b class="num">7)</b> med. отражать, отбивать ([[ῥᾳδίως]] τεταραγμένους Plut.). | |||
}} | }} |