Anonymous

ἀπουσία: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπουσία:''' ἡ ([[ἄπειμι]], Λατ. [[absum]]), το να βρίσκεται [[κάποιος]] [[μακριά]], να απέχει, [[απουσία]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀπουσία:''' ἡ ([[ἄπειμι]], Λατ. [[absum]]), το να βρίσκεται [[κάποιος]] [[μακριά]], να απέχει, [[απουσία]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπουσία:''' ἡ<b class="num">1)</b> отсутствие Aesch., Eur., Thuc., Dem., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> нехватка, недостаток (ἀ. πολλή Arst.);<br /><b class="num">3)</b> убыль: ὀλίγης ἀπουσίας γεγενημένης Diod. с потерей небольшого количества;<br /><b class="num">4)</b> истечение семени (Ἓλληνες τὴν τοῦ σπέρματος πρόεσιν ἀπουσίαν καλοῦσι Plut.).
}}
}}