3,274,873
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπουσία:''' ἡ ([[ἄπειμι]], Λατ. [[absum]]), το να βρίσκεται [[κάποιος]] [[μακριά]], να απέχει, [[απουσία]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἀπουσία:''' ἡ ([[ἄπειμι]], Λατ. [[absum]]), το να βρίσκεται [[κάποιος]] [[μακριά]], να απέχει, [[απουσία]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπουσία:''' ἡ<b class="num">1)</b> отсутствие Aesch., Eur., Thuc., Dem., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> нехватка, недостаток (ἀ. πολλή Arst.);<br /><b class="num">3)</b> убыль: ὀλίγης ἀπουσίας γεγενημένης Diod. с потерей небольшого количества;<br /><b class="num">4)</b> истечение семени (Ἓλληνες τὴν τοῦ σπέρματος πρόεσιν ἀπουσίαν καλοῦσι Plut.). | |||
}} | }} |