Anonymous

ἀποσμύχομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσμύχομαι:''' [ῡ], αόρ. βʹ -εσμύγην [ῠ], Παθ., αναλώνομαι, τήκομαι σε σιγανή [[φωτιά]], [[λιώνω]] εντελώς, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀποσμύχομαι:''' [ῡ], αόρ. βʹ -εσμύγην [ῠ], Παθ., αναλώνομαι, τήκομαι σε σιγανή [[φωτιά]], [[λιώνω]] εντελώς, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσμύχομαι:''' медленно чахнуть: ὑποπρίουσι τοὺς ὀδόντας ἀποσμυγέντες Luc. они в бессильной злобе скрежещут зубами.
}}
}}