Anonymous

ἄρα: Difference between revisions

From LSJ
2,205 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄρᾰ:''' Επικ. ῥά (εγκλ.) και προ συμφώνου <i>ἄρ</i>· συμπερασματικό [[μόριο]]·<br /><b class="num">Α.</b> Επικ. [[χρήση]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τότε]], [[αμέσως]], [[παρευθύς]]· <i>ὣςφάτο</i>, βῆ δ' ἄρ' [[ὄνειρος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[κατόπιν]], ακολούθως, ύστερα· οἱ δ' ἄρ' Ἀθήνας [[εἶχον]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> όταν η [[προσοχή]] στρέφεται σε [[κάτι]] εκπληκτικό, τὸν [[τρεῖς]] μὲν [[ἐπιρρήσεσκον]] [[τῶν]] ἄλλων, Ἀχιλλεὺς δ' ἄρ' ἐπιρρήσεσκε καὶ [[οἷος]], [[τρεις]] συνηθισμένοι άνδρες απαιτούνταν για να γίνει αυτό, [[αλλά]] ο Αχιλλέας, δώστε [[προσοχή]]! το έκανε [[μόνος]] του, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> για να εξηγήσει [[κάτι]] που προηγήθηκε, εἰ μὴ ὑπερφίαλον [[ἔπος]] ἔκβαλε, φῆ ῥ' [[ἀέκητι]] [[θεῶν]] φευγέειν, εάν δεν είχε εκστομίσει ασεβή λόγο, [[γιατί]] είπε ότι..., στο ίδ.· ομοίως, το [[ἄρα]] καθιστά πιο εμφατική την αναφ. αντων., ἐκ δ' ἔθορε [[κλῆρος]], ὃν ἄρ' [[ἤθελον]] αὐτοί, ακριβώς αυτόν που..., αυτόν τον συγκεκριμένο που..., στο ίδ. <b>Β.</b> Αττ. [[χρήση]], παρεμφερές με το [[οὖν]], [[λοιπόν]], [[επομένως]]· με ηπιότερη [[σημασία]], [[μάτην]] ἄρ' ἥκομεν, ώστε [[λοιπόν]] έχουμε έρθει [[μάταια]], σε Σοφ.· [[εἰκότως]] ἄραοὐκ ἐγίγνετο, σε Ξεν.· σε ερωτημ. φράσεις, για να εκφράσει την [[αγωνία]] [[αυτού]] που ρωτάει, τίς ἄρ ῥύσεται; μα [[ποιος]] [[λοιπόν]] θα σώσει; σε Αισχύλ. <b>Γ.</b> ΘΕΣΗ: το [[ἄρα]] δεν τίθεται [[ποτέ]] στην [[αρχή]] πρότασης, πρβλ. [[οὖν]]· Λατ. igitut.
|lsmtext='''ἄρᾰ:''' Επικ. ῥά (εγκλ.) και προ συμφώνου <i>ἄρ</i>· συμπερασματικό [[μόριο]]·<br /><b class="num">Α.</b> Επικ. [[χρήση]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τότε]], [[αμέσως]], [[παρευθύς]]· <i>ὣςφάτο</i>, βῆ δ' ἄρ' [[ὄνειρος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[κατόπιν]], ακολούθως, ύστερα· οἱ δ' ἄρ' Ἀθήνας [[εἶχον]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> όταν η [[προσοχή]] στρέφεται σε [[κάτι]] εκπληκτικό, τὸν [[τρεῖς]] μὲν [[ἐπιρρήσεσκον]] [[τῶν]] ἄλλων, Ἀχιλλεὺς δ' ἄρ' ἐπιρρήσεσκε καὶ [[οἷος]], [[τρεις]] συνηθισμένοι άνδρες απαιτούνταν για να γίνει αυτό, [[αλλά]] ο Αχιλλέας, δώστε [[προσοχή]]! το έκανε [[μόνος]] του, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> για να εξηγήσει [[κάτι]] που προηγήθηκε, εἰ μὴ ὑπερφίαλον [[ἔπος]] ἔκβαλε, φῆ ῥ' [[ἀέκητι]] [[θεῶν]] φευγέειν, εάν δεν είχε εκστομίσει ασεβή λόγο, [[γιατί]] είπε ότι..., στο ίδ.· ομοίως, το [[ἄρα]] καθιστά πιο εμφατική την αναφ. αντων., ἐκ δ' ἔθορε [[κλῆρος]], ὃν ἄρ' [[ἤθελον]] αὐτοί, ακριβώς αυτόν που..., αυτόν τον συγκεκριμένο που..., στο ίδ. <b>Β.</b> Αττ. [[χρήση]], παρεμφερές με το [[οὖν]], [[λοιπόν]], [[επομένως]]· με ηπιότερη [[σημασία]], [[μάτην]] ἄρ' ἥκομεν, ώστε [[λοιπόν]] έχουμε έρθει [[μάταια]], σε Σοφ.· [[εἰκότως]] ἄραοὐκ ἐγίγνετο, σε Ξεν.· σε ερωτημ. φράσεις, για να εκφράσει την [[αγωνία]] [[αυτού]] που ρωτάει, τίς ἄρ ῥύσεται; μα [[ποιος]] [[λοιπόν]] θα σώσει; σε Αισχύλ. <b>Γ.</b> ΘΕΣΗ: το [[ἄρα]] δεν τίθεται [[ποτέ]] στην [[αρχή]] πρότασης, πρβλ. [[οὖν]]· Λατ. igitut.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄρᾰ:''' эп. ἄρ (перед согласн.) и ῥα (энклит.) (ᾰρ) частица со значением:<br /><b class="num">1)</b> логической связи, перехода к другому предмету в речи итак, таким образом, а, и, и вот: [[ὅτε]] δή ῥα …, καὶ τότ᾽ [[ἄρα]] … Hom. и вот когда …, тогда-то …; ὣς [[ἄρα]] φωνήσας κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο Hom. и сказав это, он сел; ἐγὼ δὲ οὐδὲν [[ἄρα]] τούτων ποιήσω Plat. ну а я вот ничего такого не сделаю;<br /><b class="num">2)</b> следствия стало-быть, следовательно ([[ἀνάγκη]] [[ἄρα]] Arst.): [[μάτην]] ἄρ᾽ ἥκομεν (pl. = sing.) Soph. я, стало-быть, пришел напрасно;<br /><b class="num">3)</b> усиления, нетерпения же, в самом деле: τίς [[ἄρα]]; Hom., Xen., Plat. кто же?; τί ποτ᾽ [[ἄρα]]; Plat. что же именно?;<br /><b class="num">4)</b> пояснения а именно: [[τόν]] ῥα [[βάλε]] [[δουρί]] Hom. его-то он и ударил копьем; [[ἐρῶ]] καὶ μάλ᾽ οὐ [[φαῦλον]] λόγον, ὡς [[ἄρα]] … Plat. я скажу нечто, и далеко не маловажное, а именно …;<br /><b class="num">5)</b> недостоверности, сомнительности будто, якобы: ὡς ἐγὼ [[ἄρα]] ἐξαπατήσας [[μέλλω]] … Xen. будто я обманным образом собираюсь …;<br /><b class="num">6)</b> возможности, вероятности возможно, как-либо: ἢν [[ἄρα]] ποτὲ βιασθῶσιν Thuc. если они когда-л. подвергнутся какому-л. нападению;<br /><b class="num">7)</b> ограничения, оговорки: εἰ μὴ [[ἄρα]] … Xen., Plat. или ἐὰν μὴ [[ἄρα]] … Plat. если только не …, разве что ….
}}
}}