Anonymous

ἀρνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρνέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, Μέσ. αόρ. αʹ <i>ἠρνησάμην</i> και Παθ. [[ἠρνήθην]], παρακ. [[ἤρνημαι]]· αποθ., αντίθ. προς το [[φημί]]·<br /><b class="num">1.</b> [[αρνούμαι]], [[απαρνούμαι]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αντίθ. προς το [[δίδωμι]], [[αρνούμαι]] να [[δώσω]], [[αρνούμαι]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέω όχι, [[αρνούμαι]], δεν [[θέλω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> οι εξαρτημένες προτάσεις εκφέρονται με απαρ., με ή [[χωρίς]] <i>μή</i>, [[αρνούμαι]] ότι..., σε Ηρόδ., Αττ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ἀρνέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, Μέσ. αόρ. αʹ <i>ἠρνησάμην</i> και Παθ. [[ἠρνήθην]], παρακ. [[ἤρνημαι]]· αποθ., αντίθ. προς το [[φημί]]·<br /><b class="num">1.</b> [[αρνούμαι]], [[απαρνούμαι]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αντίθ. προς το [[δίδωμι]], [[αρνούμαι]] να [[δώσω]], [[αρνούμαι]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέω όχι, [[αρνούμαι]], δεν [[θέλω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> οι εξαρτημένες προτάσεις εκφέρονται με απαρ., με ή [[χωρίς]] <i>μή</i>, [[αρνούμαι]] ότι..., σε Ηρόδ., Αττ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρνέομαι:''' <b class="num">1)</b> отрицать (τι Hom., Eur., Her. и [[ἀμφί]] τινι HH): ἠρνοῦντο μὴ αὐτόχειρες γεγενῆσθαι Xen. они утверждали, что не они виновны; ἀρνηθῆναί τι μὴ γινώσκειν Polyb. заявить о своем незнании;<br /><b class="num">2)</b> отказываться, отклонять (τι Hom., Dem.): ἀ. εἶναι χρηστούς Her. отказывать в повиновении.
}}
}}