Anonymous

ἀποσχοινίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσχοινίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αποχωρίζω]] ή [[διαχωρίζω]] με [[σχοινί]]· γενικά, [[αποχωρίζω]], [[διαχωρίζω]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀποσχοινίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αποχωρίζω]] ή [[διαχωρίζω]] με [[σχοινί]]· γενικά, [[αποχωρίζω]], [[διαχωρίζω]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσχοινίζω:''' отделять с помощью натянутой веревки, перен. отмежевывать, обособлять (ἀπεσχοινισμένος τισί Dem.; οὐκ ἀποικοῦν οὐδὲ ἀπεσχοινισμένον Plut.).
}}
}}