ἀποσχοινίζω
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
separate by a cord: hence generally, bar, exclude, ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις D.25.28: abs., Plu.2.443c; ἀρετῆς Ph.1.205; ἀ. τινά τινος ib.219, cf. Lib.Decl.23.45.
Spanish (DGE)
1 tr. separar mediante una cuerda o cordón de donde, gener. apartar, separar c. ac. αὐτούς Lib.Decl.23.45, c. ac. y gen. τῆς ἀληθείας ἑαυτούς Ath.Al.Gen.29, cf. Gr.Nyss.M.44.1177C.
2 intr. separarse ὅταν εὐσέβεια τῶν ἰδίων ὀργίων ἀποσχοινίσῃ Ph.1.219, ἀποσχοινίσαντες· ἀποστερήσαντες Hsch.
•en v. med.-pas. c. gen. ἀρετῆς ... ἀποσχοινισθείς Ph.1.205, ἀποσχοινισθεὶς τοῦ σοῦ συνοικεσίου PMasp.155.19 (VI d.C.), abs. ὡς μελλόντων αὐτῶν ἀποσχοινίζεσθαι Sch.Arat.942
•en perf. estar separado c. gen. ἀπεσχοινισμένος ἐστὶν ... τῆς τοῦ Θεοῦ οὐσίας Alex.Al.Ep.encycl.3 (p.8.3), τῆς προκειμένης ὑποθέσεως ἀπεσχοίνισται Gr.Nyss.M.44.1161C, πάντων ... ἀπεσχοινισμένον Horap.2.103, c. dat. ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις apartado de todos los asuntos legales de la ciudad D.25.28
•estar interrumpido κοινωνίαν ... ἀπεσχοινισμένην Pall.V.Chrys.6 p.35.
German (Pape)
[Seite 329] abstricken, (durch ein herumgezogenes Seil, σχοῖνος) absondern, ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς δικαίοις, γνώσεσι δικαστηρίων Dem. 25, 28, an die σχοινία μεμιλτωμένα der Volksversammlung erinnernd; übh. absondern, Philo; οὐκ ἀποικοῦν οὐδὲ ἀπεσχοινισμένον Plut. virt. mor. 4.
French (Bailly abrégé)
séparer par une corde tendue ; séparer, isoler : τινός de qch.
Étymologie: ἀπό, σχοινίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσχοινίζω: отделять с помощью натянутой веревки, перен. отмежевывать, обособлять (ἀπεσχοινισμένος τισί Dem.; οὐκ ἀποικοῦν οὐδὲ ἀπεσχοινισμένον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσχοινίζω: ἀποχωρίζω διὰ σχοινίου συρομένου ὁλόγυρα: ἐν γένει, ἀποχωρίζω, ἀπομονώνω, ἀποκλείω, ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις Δημ. 778. 16· πρβλ. Πλούτ. 2. 443Β, Φίλωνα 1. 205, 219. Ἐντεῦθεν, οὐσιαστ. -ισμός, οῦ, ὁ, Θεόδ. Στουδ. σ. 228C.
Greek Monolingual
ἀποσχοινίζω (Α) σχοίνος
1. αποχωρίζω με σχοινί
2. αποκλείω.
Greek Monotonic
ἀποσχοινίζω: μέλ. -σω, αποχωρίζω ή διαχωρίζω με σχοινί· γενικά, αποχωρίζω, διαχωρίζω, σε Δημ.