3,277,300
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀσκητός:''' -ή, -όν ([[ἀσκέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> κατεργασμένος, [[ψιλοδουλεμένος]], σε Ομήρ. Οδ.· ο διακοσμημένος, <i>πέπλῳ</i>, με [[ένδυμα]], πέπλο, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που μπορεί να αποκτηθεί με [[άσκηση]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, εκπαιδευμένος, εξασκημένος σ' ένα [[πράγμα]], με δοτ., σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀσκητός:''' -ή, -όν ([[ἀσκέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> κατεργασμένος, [[ψιλοδουλεμένος]], σε Ομήρ. Οδ.· ο διακοσμημένος, <i>πέπλῳ</i>, με [[ένδυμα]], πέπλο, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που μπορεί να αποκτηθεί με [[άσκηση]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, εκπαιδευμένος, εξασκημένος σ' ένα [[πράγμα]], με δοτ., σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσκητός:''' <b class="num">1)</b> искусно сделанный ([[λέχος]] Hom.; εἵματα Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> украшенный, одетый (πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> опытный, сведущий (ἀνὴρ ἀ. καὶ [[σοφός]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> достигаемый упражнением, усваиваемый практически (τὰ καλὰ καὶ τὰ ἀγαθά Xen.; οὐ [[διδακτός]], ἀλλ᾽ ἀ. Plat.; μαθητὸς ἢ ἀ. Arst.). | |||
}} | }} |