Anonymous

ἀρτηρία: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτηρία:''' ἡ, Ιων. -ίη·<br /><b class="num">I.</b> [[μεγάλη]] [[αρτηρία]], [[σωλήνας]] της τραχείας, σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>πνεύμονος ἀρτηρίαι</i>, αρτηρίες πνεύμονα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αρτηρία]], μόνο σε μεταγεν. συγγραφείς (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἀρτηρία:''' ἡ, Ιων. -ίη·<br /><b class="num">I.</b> [[μεγάλη]] [[αρτηρία]], [[σωλήνας]] της τραχείας, σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>πνεύμονος ἀρτηρίαι</i>, αρτηρίες πνεύμονα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αρτηρία]], μόνο σε μεταγεν. συγγραφείς (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτηρία:''' ἡ<b class="num">1)</b> дыхательное горло, трахея Eur., Plat., Arst., Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> артерия (φλέβες καὶ ἀρτηρίαι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> вообще кровеносный сосуд, жила Soph.
}}
}}