Anonymous

ἀσφαλτώδης: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ἀσφαλτώδης]], -ες)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο [[ασφαλτούχος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με άσφαλτο.
|mltxt=-ες (Α [[ἀσφαλτώδης]], -ες)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο [[ασφαλτούχος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με άσφαλτο.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσφαλτώδης:''' похожий на асфальт: τὰ ἀσφαλτώδη Arst. асфальтообразные вещества.
}}
}}