ἀσφαλτώδης

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφαλτώδης Medium diacritics: ἀσφαλτώδης Low diacritics: ασφαλτώδης Capitals: ΑΣΦΑΛΤΩΔΗΣ
Transliteration A: asphaltṓdēs Transliteration B: asphaltōdēs Transliteration C: asfaltodis Beta Code: a)sfaltw/dhs

English (LSJ)

ἀσφαλτῶδες, full of or like asphalt, Arist. Sens.444b33, Str.7.5.8, etc.

Spanish (DGE)

-ες
bituminoso γῆ ἀ. Str.7.5.8, cf. Polyaen.4.6.11, ὕδατα Gal.6.244, 423, 819, ref. a la bilis por su color brillante semejante al betún, Gal.19.364, 490, ποτὸν Philostr.VA 1.24.12, κόνις Philostr.Gym.56, τὸ φάρμακον D.C.36.1b2, γεῦσις Gp.5.7.3
neutr. subst. τὰ ἀσφαλτώδη substancias bituminosas Arist.Sens.444b33.

German (Pape)

[Seite 381] ες, dem Erdharz ähnlich; voll von Erdharz, Arist. sens. 5, 25 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀσφαλτώδης: похожий на асфальт: τὰ ἀσφαλτώδη Arst. асфальтообразные вещества.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφαλτώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης ἀσφάλτου ἢ ὅμοιος ἀσφάλτῳ, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 25, Στράβ. 316, κτλ. - Ἐπίρρ. συγκρ. ἀσφαλτοδεστέρως Ὠριγέν. κ. Κέλσ. 4. σ. 191.

Greek Monolingual

-ες (Α ἀσφαλτώδης, -ες)
1. αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο ασφαλτούχος
2. αυτός που μοιάζει με άσφαλτο.