Anonymous

ἀσυγκρότητος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[συγκροτημένος]] ή συναρμολογημένος<br /><b>2.</b> [[ακατάρτιστος]], [[ημιμαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί ώστε να συντονίζεται με τους άλλους<br /><b>2.</b> (για ύφος) [[πλαδαρός]], [[χαλαρός]].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[συγκροτημένος]] ή συναρμολογημένος<br /><b>2.</b> [[ακατάρτιστος]], [[ημιμαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί ώστε να συντονίζεται με τους άλλους<br /><b>2.</b> (για ύφος) [[πλαδαρός]], [[χαλαρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσυγκρότητος:''' староатт. [[ἀξυγκρότητος]] 2 не сколоченный вместе, т. е. недисциплинированный, не обученный (πληρώματα Thuc.).
}}
}}