3,274,216
edits
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[συγκροτημένος]] ή συναρμολογημένος<br /><b>2.</b> [[ακατάρτιστος]], [[ημιμαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί ώστε να συντονίζεται με τους άλλους<br /><b>2.</b> (για ύφος) [[πλαδαρός]], [[χαλαρός]]. | |mltxt=-η, -ο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[συγκροτημένος]] ή συναρμολογημένος<br /><b>2.</b> [[ακατάρτιστος]], [[ημιμαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί ώστε να συντονίζεται με τους άλλους<br /><b>2.</b> (για ύφος) [[πλαδαρός]], [[χαλαρός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσυγκρότητος:''' староатт. [[ἀξυγκρότητος]] 2 не сколоченный вместе, т. е. недисциплинированный, не обученный (πληρώματα Thuc.). | |||
}} | }} |