ἀσυγκρότητος
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
ἀσυγκρότητον, also ἀξυγκρότητος, not welded together by the hammer: metaph. of rowers, not trained to pull together, Th.8.95; of style, not compact, rambling, D.H.Dem.19.
Spanish (DGE)
ἀσυγκρότητος, -ον
• Alolema(s): ἀσυγκρότητος D.H.Dem.19
1 no ensamblado fig. de los remeros que no están entrenados para remar al unísono Th.8.95.
2 fig. que no tiene cohesión, incoherente del estilo, D.H.l.c.
German (Pape)
[Seite 379] eigtl. nicht zusammengehämmert, dah. von Soldaten, nicht eingeübt, πληρώματα Thuc. 8, 95; vom Ausdruck, nicht gedrängt, Dion. Hal. de vi Dem. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
att. ἀξυγκρότητος;
non déjà rassemblé, càd qu'on prend n'importe où, qui se trouve sous la main.
Étymologie: ἀ, συγκροτέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυγκρότητος: староатт. ἀξυγκρότητος 2 не сколоченный вместе, т. е. недисциплинированный, не обученный (πληρώματα Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυγκρότητος: -ον, ἴδε ἀξυγκρότητος.
Greek Monolingual
-η, -ο
νεοελλ.
1. αυτός που δεν είναι συγκροτημένος ή συναρμολογημένος
2. ακατάρτιστος, ημιμαθής
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί ώστε να συντονίζεται με τους άλλους
2. (για ύφος) πλαδαρός, χαλαρός.