Anonymous

ἀσύμφορος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσύμφορος:''' αρχ. Αττ. ἀ-[[ξύμφορος]], -ον, αυτός που δεν [[συμφέρει]], [[απρόσφορος]], [[ανώφελος]], σε Ησίοδ.· με δοτ., [[ακατάλληλος]] για [[κάτι]], [[επιβλαβής]], σε Ευρ., Θουκ.· επίσης, <i>ἔς</i> ή [[πρός]] τι, στον ίδ.· επίρρ., <i>-ρως</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀσύμφορος:''' αρχ. Αττ. ἀ-[[ξύμφορος]], -ον, αυτός που δεν [[συμφέρει]], [[απρόσφορος]], [[ανώφελος]], σε Ησίοδ.· με δοτ., [[ακατάλληλος]] για [[κάτι]], [[επιβλαβής]], σε Ευρ., Θουκ.· επίσης, <i>ἔς</i> ή [[πρός]] τι, στον ίδ.· επίρρ., <i>-ρως</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσύμφορος:''' староатт. ἀξύμφορος 2 неподходящий, непригодный, вредный, опасный (τινι Hes., Eur., Dem., ἔς и πρός τι Thuc.).
}}
}}