Anonymous

ἀρετή: Difference between revisions

From LSJ
1,580 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρετή:''' [ᾰ], ἡ ([[Ἄρης]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ικανότητα]], [[τελειότητα]], [[υπεροχή]] σε [[κάθε]] τομέα· λέγεται [[ιδίως]] για τα προτερήματα ενός άνδρα, [[ανδρεία]], [[γενναιότητα]], εξαιρετική [[ικανότητα]], [[αρετή]], σε Όμηρ., Ηρόδ. [όπως το Λατ. [[vir]]-[[tus]] ([[αρετή]]) από το [[vir]] ([[άνδρας]])].<br /><b class="num">2.</b> αριστοκρατική, ευγενική [[καταγωγή]], σε Θέογν., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> στην [[πεζογραφία]], γενικά, [[δεξιότητα]], [[ικανότητα]], [[προτέρημα]], [[υπεροχή]] σε οποιαδήποτε επαγγελματική [[ενασχόληση]], σε Πλάτ. κ.λπ.· λέγεται για ζώα ή πράγματα, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">4.</b> με [[ηθική]] υφή [[σημασία]], [[καλοσύνη]], [[ενάρετος]] και [[ηθικός]] [[χαρακτήρας]], σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, [[χαρακτηρισμός]] που αρμόζει σε ενάρετο άνθρωπο, [[έπαινος]], [[φήμη]], [[διάκριση]], [[υπεροχή]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> [[ἀρετὴ]] εἴς τινα, [[υπηρεσία]] που έχει παρασχεθεί σε κάποιον, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀρετή:''' [ᾰ], ἡ ([[Ἄρης]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ικανότητα]], [[τελειότητα]], [[υπεροχή]] σε [[κάθε]] τομέα· λέγεται [[ιδίως]] για τα προτερήματα ενός άνδρα, [[ανδρεία]], [[γενναιότητα]], εξαιρετική [[ικανότητα]], [[αρετή]], σε Όμηρ., Ηρόδ. [όπως το Λατ. [[vir]]-[[tus]] ([[αρετή]]) από το [[vir]] ([[άνδρας]])].<br /><b class="num">2.</b> αριστοκρατική, ευγενική [[καταγωγή]], σε Θέογν., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> στην [[πεζογραφία]], γενικά, [[δεξιότητα]], [[ικανότητα]], [[προτέρημα]], [[υπεροχή]] σε οποιαδήποτε επαγγελματική [[ενασχόληση]], σε Πλάτ. κ.λπ.· λέγεται για ζώα ή πράγματα, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">4.</b> με [[ηθική]] υφή [[σημασία]], [[καλοσύνη]], [[ενάρετος]] και [[ηθικός]] [[χαρακτήρας]], σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, [[χαρακτηρισμός]] που αρμόζει σε ενάρετο άνθρωπο, [[έπαινος]], [[φήμη]], [[διάκριση]], [[υπεροχή]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> [[ἀρετὴ]] εἴς τινα, [[υπηρεσία]] που έχει παρασχεθεί σε κάποιον, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρετή:''' Aesch. - in crasi [[ἁρετή]] (ᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> доблесть, храбрость, мужество ([[ἀνδρῶν]] Hom.; Θεμιστοκλέος Her.; ἀ. [[πολεμική]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> превосходные качества, отличные свойства, сила, мощь (ποδῶν Hom.; ζῴου Plat.);<br /><b class="num">3)</b> крепость, бодрость (σώματος Plat.); сила, острота (ὀφθαλμῶν καὶ [[ὤτων]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> плодородие или пригодность (γῆς Her., Thuc., Plat.; πεδίων Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> красота, великолепие (σκεύους καὶ πράξεως Plat.); благородство, величие (γενναίων πόνων Eur.);<br /><b class="num">6)</b> pl. славные деяния, подвиги (ἀρεταὰς ἀποδείκνυσθαι Her. или πράσσειν Pind.);<br /><b class="num">7)</b> высокое мастерство, умение, искусство ([[κυβερνητική]] Plat.);<br /><b class="num">8)</b> слава, честь (ἀθάνατον ἀρετὴν ἔχειν Soph.);<br /><b class="num">9)</b> заслуга (εἴς τινα Thuc. и περί τινα Xen.);<br /><b class="num">10)</b> нравственное совершенство, добродетель ([[δικαιοσύνη]] καὶ ἀ. Plat.; ἀρεταὶ διανοητικαί Arst.).
}}
}}