Anonymous

ἄτυπος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄτυπος]], -ον)<br /><b>ιατρ.</b> <b>φρ.</b> «άτυπα κύτταρα», «άτυπη [[πνευμονία]]» — αυτός που παρουσιάζει κάποια [[απόκλιση]], τόσο στο φυσιολογικό όσο και στο παθολογικό [[πεδίο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν διατυπώνεται ή που δεν γίνεται σύμφωνα με καθορισμένους τύπους («άτυπη [[συμφωνία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[τραυλός]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄτυπος]], -ον)<br /><b>ιατρ.</b> <b>φρ.</b> «άτυπα κύτταρα», «άτυπη [[πνευμονία]]» — αυτός που παρουσιάζει κάποια [[απόκλιση]], τόσο στο φυσιολογικό όσο και στο παθολογικό [[πεδίο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν διατυπώνεται ή που δεν γίνεται σύμφωνα με καθορισμένους τύπους («άτυπη [[συμφωνία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[τραυλός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄτῠπος:''' косноязычный ([[balbus]] et ἄ. Gell.).
}}
}}