ἄτυπος

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτῠπος Medium diacritics: ἄτυπος Low diacritics: άτυπος Capitals: ΑΤΥΠΟΣ
Transliteration A: átypos Transliteration B: atypos Transliteration C: atypos Beta Code: a)/tupos

English (LSJ)

ἄτυπον,
A speaking inarticulately, stammering, Gell 4.2.5
II conforming to no distinct type (of illness), Gal.7.471 (Sup.).

Spanish (DGE)

-ον
1 medic. atípico de enfermos, Gal.7.471, del tartamudo por op. a los afectados por enfermedades, Gell.4.2.5.
2 carente de «tipo» la exégesis bíblica tipológica ἄ. δὲ νουθεσία οὐκ ἄν ποτε δειχθείη Adam.Dial.96.
3 adv. -ως de una manera no tipológica en la exégesis bíblica ἀ. συνέβαινεν ἐκείνοις Adam.Dial.96.

German (Pape)

[Seite 390] der nicht deutlich reden kann, stammelnd, Gell. 4, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄτυπος, -ον)
ιατρ. φρ. «άτυπα κύτταρα», «άτυπη πνευμονία» — αυτός που παρουσιάζει κάποια απόκλιση, τόσο στο φυσιολογικό όσο και στο παθολογικό πεδίο
νεοελλ.
αυτός που δεν διατυπώνεται ή που δεν γίνεται σύμφωνα με καθορισμένους τύπους («άτυπη συμφωνία»)
αρχ.
τραυλός.

Russian (Dvoretsky)

ἄτῠπος: косноязычный (balbus et ἄ. Gell.).