Anonymous

ἀσφαλής: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσφᾰλής:''' -ές (σφάλλομαι)·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν υπόκειται σε [[πτώση]], [[αμετακίνητος]], [[ακλόνητος]], [[σταθερός]], [[θεῶν]] [[ἕδος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φίλους και άλλα παρόμοια, [[πιστός]], [[έμπιστος]], σε Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., <i>φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς</i>, οι γρήγοροι στις σκέψεις και στις αποφάσεις δεν είναι ασφαλείς, στον ίδ.· παρομοίως, λέγεται για πράγματα, [[βέβαιος]], [[αναμφίβολος]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> εξασφαλισμένος από τον κίνδυνο, [[ακίνδυνος]], [[ασφαλής]], [[αβλαβής]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐν ἀσφαλεῖ</i>, σε [[ασφάλεια]], σε Θουκ.· τὸ ἀσφαλές = [[ἀσφάλεια]], στον ίδ.· <i>ἀσφαλές</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., είναι ασφαλές να..., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> ἀσφαλὴς [[ῥήτωρ]], ο [[πειστικός]] [[ομιλητής]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Επικ. επίρρ., [[ἀσφαλέως]] ἔχειν ή <i>μένειν</i>, είμαι ή [[παραμένω]] [[ασφαλής]], [[σταθερός]], [[αμετακίνητος]], σε Όμηρ.· ομοίως, ουδ. <i>ἀσφαλές</i> ως επίρρ., στον ίδ.· [[ἀσφαλέως]] ἀγορεύει, [[χωρίς]] διακοπές, [[συνεχώς]], σε Ομήρ. Οδ.· ἔμπεδον [[ἀσφαλέως]], ανεμπόδιστα, [[σταθερά]], σε Όμηρ.· με περισσότερη [[επίταση]], ἔμπεδον ἀσφαλὲς [[ἀεί]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> Αττ., επίρρ. [[ἀσφαλῶς]], με όλες τις σημασίες του επιθ., με [[ασφάλεια]], με τη [[βεβαιότητα]], σε Σοφ.· συγκρ. <i>-έστερον</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.· υπερθ. <i>-έστατα</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀσφᾰλής:''' -ές (σφάλλομαι)·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν υπόκειται σε [[πτώση]], [[αμετακίνητος]], [[ακλόνητος]], [[σταθερός]], [[θεῶν]] [[ἕδος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φίλους και άλλα παρόμοια, [[πιστός]], [[έμπιστος]], σε Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., <i>φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς</i>, οι γρήγοροι στις σκέψεις και στις αποφάσεις δεν είναι ασφαλείς, στον ίδ.· παρομοίως, λέγεται για πράγματα, [[βέβαιος]], [[αναμφίβολος]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> εξασφαλισμένος από τον κίνδυνο, [[ακίνδυνος]], [[ασφαλής]], [[αβλαβής]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐν ἀσφαλεῖ</i>, σε [[ασφάλεια]], σε Θουκ.· τὸ ἀσφαλές = [[ἀσφάλεια]], στον ίδ.· <i>ἀσφαλές</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., είναι ασφαλές να..., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> ἀσφαλὴς [[ῥήτωρ]], ο [[πειστικός]] [[ομιλητής]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Επικ. επίρρ., [[ἀσφαλέως]] ἔχειν ή <i>μένειν</i>, είμαι ή [[παραμένω]] [[ασφαλής]], [[σταθερός]], [[αμετακίνητος]], σε Όμηρ.· ομοίως, ουδ. <i>ἀσφαλές</i> ως επίρρ., στον ίδ.· [[ἀσφαλέως]] ἀγορεύει, [[χωρίς]] διακοπές, [[συνεχώς]], σε Ομήρ. Οδ.· ἔμπεδον [[ἀσφαλέως]], ανεμπόδιστα, [[σταθερά]], σε Όμηρ.· με περισσότερη [[επίταση]], ἔμπεδον ἀσφαλὲς [[ἀεί]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> Αττ., επίρρ. [[ἀσφαλῶς]], με όλες τις σημασίες του επιθ., με [[ασφάλεια]], με τη [[βεβαιότητα]], σε Σοφ.· συγκρ. <i>-έστερον</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.· υπερθ. <i>-έστατα</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσφᾰλής:''' <b class="num">1)</b> незыблемый, непоколебимый ([[ἕδος]] [[θεῶν]] Hom. и θεοῖς Hes.; [[βάθρον]] [[πολίων]] Pind.; [[θεῶν]] [[νόμιμα]] Soph.; [[ὄχημα]] Xen.; [[βάσις]] Plat.; [[κόσμος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> надежный, верный, стойкий (φῶτες Soph.);<br /><b class="num">3)</b> осмотрительный, осторожный ([[στρατηλάτης]] Eur.): φρονεῖν οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς Soph. поспешные в решениях поступают опрометчиво;<br /><b class="num">4)</b> защищенный от опасностей, безопасный ([[αἰών]] Pind.; [[ἔξοδος]] Soph.; [[ὅρος]] Xen.; [[χώρα]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> основательный, убедительный ([[ῥήτωρ]] Xen.).
}}
}}