Anonymous

ἀσφαλής: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ούς), -ές (AM [[ἀσφαλής]], -ές)<br />Ι. 1. αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει, ο [[στερεός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που παρέχει [[ασφάλεια]], [[σιγουριά]]<br /><b>3.</b> (για λόγους ή καταστάσεις) [[αναμφισβήτητος]], [[ακριβής]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «εκ του ασφαλούς», «εξ ασφαλούς» — από ασφαλή, σίγουρη [[θέση]], [[χωρίς]] να διακινδυνεύσει [[κανείς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀσφαλές</i><br />η [[ασφάλεια]], η [[βεβαιότητα]], η [[ορθότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έμπιστος]], [[πιστός]]<br /><b>2.</b> (για ρήτορα) [[πειστικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «έν τῷ ἀσφαλεῑ» — με [[ασφάλεια]], με [[βεβαιότητα]]<br />β) «ἀσφαλές [[ἀγορεύω]]» — [[χωρίς]] δισταγμούς, άνετα<br />γ) «ἀσφαλές (ἐστι) ποιεῑν τι» — [[είναι]] ακίνδυνο να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ασφαλώς</i> (AM ἀσφαλῶς)<br />με [[ασφάλεια]], [[χωρίς]] κίνδυνο<br /><b>νεοελλ.</b><br />βεβαίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαλής</i> <span style="color: red;"><</span> [[σφάλλω]]. Το ουδ. [[σφάλος]], στο οποίο θα μπορούσε να αναχθεί η λ., [[είναι]] αμφίβολο].
|mltxt=(-ούς), -ές (AM [[ἀσφαλής]], -ές)<br />Ι. 1. αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει, ο [[στερεός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που παρέχει [[ασφάλεια]], [[σιγουριά]]<br /><b>3.</b> (για λόγους ή καταστάσεις) [[αναμφισβήτητος]], [[ακριβής]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «εκ του ασφαλούς», «εξ ασφαλούς» — από ασφαλή, σίγουρη [[θέση]], [[χωρίς]] να διακινδυνεύσει [[κανείς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀσφαλές</i><br />η [[ασφάλεια]], η [[βεβαιότητα]], η [[ορθότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έμπιστος]], [[πιστός]]<br /><b>2.</b> (για ρήτορα) [[πειστικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «έν τῷ ἀσφαλεῑ» — με [[ασφάλεια]], με [[βεβαιότητα]]<br />β) «ἀσφαλές [[ἀγορεύω]]» — [[χωρίς]] δισταγμούς, άνετα<br />γ) «ἀσφαλές (ἐστι) ποιεῑν τι» — [[είναι]] ακίνδυνο να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ασφαλώς</i> (AM ἀσφαλῶς)<br />με [[ασφάλεια]], [[χωρίς]] κίνδυνο<br /><b>νεοελλ.</b><br />βεβαίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαλής</i> <span style="color: red;"><</span> [[σφάλλω]]. Το ουδ. [[σφάλος]], στο οποίο θα μπορούσε να αναχθεί η λ., [[είναι]] αμφίβολο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσφᾰλής:''' -ές (σφάλλομαι)·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν υπόκειται σε [[πτώση]], [[αμετακίνητος]], [[ακλόνητος]], [[σταθερός]], [[θεῶν]] [[ἕδος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φίλους και άλλα παρόμοια, [[πιστός]], [[έμπιστος]], σε Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., <i>φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς</i>, οι γρήγοροι στις σκέψεις και στις αποφάσεις δεν είναι ασφαλείς, στον ίδ.· παρομοίως, λέγεται για πράγματα, [[βέβαιος]], [[αναμφίβολος]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> εξασφαλισμένος από τον κίνδυνο, [[ακίνδυνος]], [[ασφαλής]], [[αβλαβής]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐν ἀσφαλεῖ</i>, σε [[ασφάλεια]], σε Θουκ.· τὸ ἀσφαλές = [[ἀσφάλεια]], στον ίδ.· <i>ἀσφαλές</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., είναι ασφαλές να..., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> ἀσφαλὴς [[ῥήτωρ]], ο [[πειστικός]] [[ομιλητής]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Επικ. επίρρ., [[ἀσφαλέως]] ἔχειν ή <i>μένειν</i>, είμαι ή [[παραμένω]] [[ασφαλής]], [[σταθερός]], [[αμετακίνητος]], σε Όμηρ.· ομοίως, ουδ. <i>ἀσφαλές</i> ως επίρρ., στον ίδ.· [[ἀσφαλέως]] ἀγορεύει, [[χωρίς]] διακοπές, [[συνεχώς]], σε Ομήρ. Οδ.· ἔμπεδον [[ἀσφαλέως]], ανεμπόδιστα, [[σταθερά]], σε Όμηρ.· με περισσότερη [[επίταση]], ἔμπεδον ἀσφαλὲς [[ἀεί]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> Αττ., επίρρ. [[ἀσφαλῶς]], με όλες τις σημασίες του επιθ., με [[ασφάλεια]], με τη [[βεβαιότητα]], σε Σοφ.· συγκρ. <i>-έστερον</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.· υπερθ. <i>-έστατα</i>, στον ίδ.
}}
}}