Anonymous

ἀσώδης: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀσώδης]], -ες (Α) [[άση]]<br /><b>1.</b> αυτός που αισθάνεται [[αηδία]] ή [[ναυτία]] από το υπερβολικό [[φαγητό]], αυτός που έφαγε [[μέχρι]] κορεσμού<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συνοδεύεται από [[ναυτία]] («[[ἀσώδης]] [[ὀδύνη]]»).———————— <b>(II)</b><br />[[ἀσώδης]], -ες (Α) [[άσις]]<br />λασπωμένος.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀσώδης]], -ες (Α) [[άση]]<br /><b>1.</b> αυτός που αισθάνεται [[αηδία]] ή [[ναυτία]] από το υπερβολικό [[φαγητό]], αυτός που έφαγε [[μέχρι]] κορεσμού<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συνοδεύεται από [[ναυτία]] («[[ἀσώδης]] [[ὀδύνη]]»).———————— <b>(II)</b><br />[[ἀσώδης]], -ες (Α) [[άσις]]<br />λασπωμένος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσώδης:''' [[ἄση]] пресыщенный, наевшийся до отвала Plut.<br />[[ἄσις]] илистый ([[χέρσος]] Aesch.).
}}
}}