ἀσώδης
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
[ᾰ], ες, (ἄση)
A attended with nausea, ὀδύνη prob. in Hp.Art. 19; nauseating, suffering from nausea, nauseated, disgusted, Id.Acut.67; ἀ. στόμαχοι Dsc.1.17; surfeited, Plu.2.974b. Adv. ἀσωδῶς, Ion. ἀσωδέως = with nausea Gal.10.437.
II (ἄσις) slimy, muddy, A.Supp.31 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
1 pantanoso χέρσος A.Supp.31.
2 arenoso Hsch.
-ες
medic.
I 1que siente náuseas οἱ ἀσώδεες los pacientes con náuseas Hp.Acut.67, cf. Epid.1.26.9, Prorrh.1.76, Coac.19, ἀσώδεις στόμαχοι Dsc.1.17, ἀσώδης ὁ κάμνων Gal.15.833.
2 que comporta náusea τὰ ἐξ ἐμέτου ἀσώδεος ... μανικά los delirios maníacos a partir de un vómito con náuseas Hp.Prorrh.1.17, οἱ ... ἀσώδεες πυρετοί Hp.Coac.34, τὰ ἐπιμήνια ... ἀσώδεα Hp.Mul.2.175, ἀσώδεις διαθέσεις Gal.13.122
•neutr. como subst. τὸ ἀσῶδες náusea Hp.Art.19, Prorrh.1.162, 165.
II adv. ἀσωδῶς, jón. ἀσωδέως = con náusea, con ansiedad τὸ ὑπορέγχειν ἀ. Hp.Coac.18, ἀ. κνήσεσθαι Gal.10.437.
German (Pape)
[Seite 382] ες, 1) (ἄσις) χέρσος, schlammig, versandet, Aesch. Suppl. 31. – 2) (ἄση), Ekel erregend, lästig, Galen.; Ekel empfindend, Plut. Sol. an. 20.
French (Bailly abrégé)
1ης, ες:
dégoûté, blasé.
Étymologie: ἄση, -ωδης.
2ης, ες:
marécageux.
Étymologie: ἄσις.
Russian (Dvoretsky)
ἀσώδης: ἄση пресыщенный, наевшийся до отвала Plut.
ἄσις илистый (χέρσος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσώδης: [ᾰ], (ἄση) μετ’ ἄσης, μετὰ ναυτίας, ναυτιώδης, ὀδύνη Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· ὁ πάσχων ἐκ ναυτιάσως, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 395· ― Ἐπίρρ. ἀσωδῶς Ὀρειβάσ. ἐν Chirurg. Vett. 73. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἄσις), ἰλυώδης, βορβορώδης, χέρσῳ τῇδ’ ἐν ἀσώδει Αἰσχύλ. Ἱκ. 32.
Greek Monolingual
(I)
ἀσώδης, -ες (Α) άση
1. αυτός που αισθάνεται αηδία ή ναυτία από το υπερβολικό φαγητό, αυτός που έφαγε μέχρι κορεσμού
2. εκείνος που συνοδεύεται από ναυτία («ἀσώδης ὀδύνη»).
(II)
ἀσώδης, -ες (Α) άσις
λασπωμένος.
Translations
muddy
Bulgarian: кален, мръсен, мътен; Burmese: နောက်; Catalan: fangós; Cherokee: ᏝᏬᏚᎯ; Chinese Mandarin: 渾/浑; Czech: blátivý; Dagbani: biɛtibiɛti; Danish: mudret; Esperanto: kota; Faroese: runutur; Finnish: kurainen, kurassa, mutainen, mudassa, rapainen, ravassa, samea; French: boueux, vaseux; German: schlammig, matschig; Greek: λασπωμένος, λασπώδης, θολός, θαμπός; Ancient Greek: ἄσιος, ἀσώδης, βορβορῶδες, βορβορώδης, δεισαλέος, ἔμπηλος, ἐπίθολος, εὐρώεις, θολερός, θολῶδες, θολώδης, ἰλυόεις, ἰλυόεν, ἰλυόεσσα, ἰλυῶδες, ἰλυώδης, ὀλός, πηλῶδες, πηλώδης, τελματῶδες, τελματώδης, τρυγώδης, τυντλῶδες, τυντλώδης, ὑλῶδες, ὑλώδης; Hungarian: saras, iszapos, sáros; Icelandic: forugur; Indonesian: berlumpur; Ingrian: mutaisikko; Interlingua: fangose, turbide; Irish: abarach, draoibeach, lábach, ceachrach, dorcha, moirtiúil, modartha, murtallach, tiubh; Italian: fangoso; Japanese: 濁り; Kapampangan: maburak; Khmer: ខ្វល់; Latin: limosus, luteolus, luteus, lutulentus, turbidus; Maori: kōparu; Norwegian Bokmål: grumsete; Norwegian Nynorsk: grumsete; Plautdietsch: blottich; Polish: błocisty, błotnisty; Portuguese: barroso, lodoso, lamacento, turvo; Russian: грязный, мутный; Serbo-Croatian Cyrillic: бла̀тан; Serbo-Croatian Roman: blàtan; Spanish: barroso, enfangado, fangoso, lodoso, turbio, pantanoso; Sundanese: bolokot; Swedish: lerig; Tagalog: maputik; Ukrainian: брудний, каламутний; Vietnamese: bùn lầy, lầy lội, sình lầy