Anonymous

ἄτακτος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄτακτος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν βρίσκεται σε [[θέση]], [[παράταξη]] μάχης, λέγεται για [[στράτευμα]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απείθαρχος, [[άτακτος]], [[ανώμαλος]], [[άμετρος]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-τως</i>, με ανώμαλο, ακατάστατο τρόπο, λέγεται για στρατεύματα, στον ίδ.· συγκρ. <i>ἀτακτότερον</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἄτακτος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν βρίσκεται σε [[θέση]], [[παράταξη]] μάχης, λέγεται για [[στράτευμα]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απείθαρχος, [[άτακτος]], [[ανώμαλος]], [[άμετρος]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-τως</i>, με ανώμαλο, ακατάστατο τρόπο, λέγεται για στρατεύματα, στον ίδ.· συγκρ. <i>ἀτακτότερον</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄτακτος:''' <b class="num">1)</b> не выстроенный в боевом порядке (Ἀθηναῖοι Her.; στρατιῶται Plut.);<br /><b class="num">2)</b> неблагоустроенный, расстроенный ([[πολιτεία]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> беспорядочный ([[θόρυβος]] Thuc.; ἡδοναί Plat.);<br /><b class="num">4)</b> беспутный ([[Ἀφροδίτη]] Plat.).
}}
}}