Anonymous

ἀχάριστος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀχάριστος:''' -ον (χᾰρίζομαι)·<br /><b class="num">I.</b> [[αχάριστος]], [[δυσάρεστος]], [[ενοχλητικός]], σε Ομήρ. Οδ.· ανώμ. συγκρ. <i>δόρπου ἀχαρίστερον</i> (αντί <i>-ιστότερον</i>), στο ίδ.· αυτός που δεν έχει [[χάρη]] ή [[γοητεία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[αχάριστος]], [[δυσμενής]], σε Θέογν.<br /><b class="num">2.</b> [[αγνώμων]], [[αχάριστος]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>τινι</i>, σε Ευρ.· [[πρός]] τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-τως</i>, με [[αχαριστία]], στον ίδ.· [[ἀχαρίστως]] [[ἔχει]] μοι, μου λείπουν οι ευχαριστίες, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀχάριστος:''' -ον (χᾰρίζομαι)·<br /><b class="num">I.</b> [[αχάριστος]], [[δυσάρεστος]], [[ενοχλητικός]], σε Ομήρ. Οδ.· ανώμ. συγκρ. <i>δόρπου ἀχαρίστερον</i> (αντί <i>-ιστότερον</i>), στο ίδ.· αυτός που δεν έχει [[χάρη]] ή [[γοητεία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[αχάριστος]], [[δυσμενής]], σε Θέογν.<br /><b class="num">2.</b> [[αγνώμων]], [[αχάριστος]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>τινι</i>, σε Ευρ.· [[πρός]] τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-τως</i>, με [[αχαριστία]], στον ίδ.· [[ἀχαρίστως]] [[ἔχει]] μοι, μου λείπουν οι ευχαριστίες, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχάριστος:''' (χᾰ)<br /><b class="num">1)</b> непривлекательный, неприятный, отвратительный (οὐκ ἀχάριστα ἀγορεύειν Hom. или λέγειν Xen.);<br /><b class="num">2)</b> гнусный, жестокий ([[ἔργον]] ἀχαριστότατον Plut.);<br /><b class="num">3)</b> неблагодарный (τινι Eur. и πρός τινα Xen.);<br /><b class="num">4)</b> не получивший благодарности, невознагражденный ([[προθυμία]] Xen.; τὰ εἴς τινα ἀνηλωμένα Lys.).
}}
}}