Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀχρημάτιστος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(7)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀχρημάτιστος]], -ον) [[χρηματίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν χρηματίζεται, ο [[αδωροδόκητος]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[χωρίς]] προσόδους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[ἡμέρα]] [[ἀχρημάτιστος]]» — [[ημέρα]] [[κατά]] την οποία δεν λειτουργούσε [[καμιά]] [[δημόσια]] [[υπηρεσία]]<br /><b>2.</b> [[ανώφελος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀχρημάτιστος]], -ον) [[χρηματίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν χρηματίζεται, ο [[αδωροδόκητος]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[χωρίς]] προσόδους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[ἡμέρα]] [[ἀχρημάτιστος]]» — [[ημέρα]] [[κατά]] την οποία δεν λειτουργούσε [[καμιά]] [[δημόσια]] [[υπηρεσία]]<br /><b>2.</b> [[ανώφελος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχρημάτιστος:''' свободный от дел, незанятый ([[ἡμέρα]] Plut.).
}}
}}