ἀχρημάτιστος
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
[μᾰ], ον, h(me/ra a). a day
A on which no public business was done, Plu.2.273e, cf. Sch.Luc.Tim.43.
II disused, φρέαπ PMag.Lond.46.345.
III dub. sens. in Sammelb.2276.
IV Astrol., unprofitable, bringing no advantage, τόποι Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr. 8(3).106; of planets, Vett.Val.5.8.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no produce dinero ἡμέρα ἀ. día no propicio para realizar negocios (lat. dies nefas), Plu.2.273e, cf. Sch.Luc.Tim.43
•improductivo, gratuito δάνειον Hsch.s.u. χειρόδοτον.
2 astrol. no operativo o influyente τόποι de los lugares no propicios, Antioch.Astr. en Cat.Cod.Astr.8(3).106.36, de planetas, Vett.Val.5.8.
II privado de ingresos de un templo, Io.Mal.Chron.M.97.484C
•no utilizado, abandonado φρέαρ PMag.5.346.
III sent. dud. γράμματα ἀχρημάτιστος ἔσση SB 2276.
German (Pape)
[Seite 419] ἡμέρα, ein Tag, an dem keine öffentlichen Geschäfte betrieben werden, Plut. qu. R. 38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non occupé d'affaires.
Étymologie: ἀ, χρηματίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀχρημάτιστος: свободный от дел, незанятый (ἡμέρα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρημάτιστος: -ον, ἡμέρα ἀχρημάτιστος, καθ’ ἥν οὐδεμία δημοσία ὑπηρεσία ἐγίνετο, Λατ. «dies non», Πλουτ. 2 273C, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4703d.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀχρημάτιστος, -ον) χρηματίζω
νεοελλ.
αυτός που δεν χρηματίζεται, ο αδωροδόκητος
μσν.
ο χωρίς προσόδους
αρχ.
1. φρ. «ἡμέρα ἀχρημάτιστος» — ημέρα κατά την οποία δεν λειτουργούσε καμιά δημόσια υπηρεσία
2. ανώφελος.