Anonymous

Βάκχος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Βάκχος:''' ὁ, Λατ. [[Bacchus]],<br /><b class="num">I.</b> νεότερο όνομα του Διονύσου (σημ., το όνομα «[[Βάκχος]]» απαντά για πρώτη [[φορά]] στο Σοφ.), ο [[οποίος]] αποκαλούνταν [[Διόνυσος]] [[Βάκχειος]] και ὁ [[Βάκχειος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> προσωνύμιο του <i>οἴνου</i>, σε Ευρ. κ.α.<br /><b class="num">III.</b> [[ένθερμος]] [[θιασώτης]] του Βάκχου, [[καθένας]] που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] μανίας, [[ιερής]] έξαψης, στον ίδ., σε Πλάτ. (σημ., φαίνεται ότι είναι <i>√ϜΑΧ</i>, έτσι ώστε το [[Βάκχος]] να αντιπροσωπεύει το <i>Ϝάκχος</i>· η [[λέξη]] [[Ἴακχος]] χρησιμ. αντί <i>ϜίϜακχος</i>· πιθ. προέρχεται από το [[ἰάχω]] = ϜιϜάχω, [[φωνάζω]], [[αλαλάζω]]).
|lsmtext='''Βάκχος:''' ὁ, Λατ. [[Bacchus]],<br /><b class="num">I.</b> νεότερο όνομα του Διονύσου (σημ., το όνομα «[[Βάκχος]]» απαντά για πρώτη [[φορά]] στο Σοφ.), ο [[οποίος]] αποκαλούνταν [[Διόνυσος]] [[Βάκχειος]] και ὁ [[Βάκχειος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> προσωνύμιο του <i>οἴνου</i>, σε Ευρ. κ.α.<br /><b class="num">III.</b> [[ένθερμος]] [[θιασώτης]] του Βάκχου, [[καθένας]] που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] μανίας, [[ιερής]] έξαψης, στον ίδ., σε Πλάτ. (σημ., φαίνεται ότι είναι <i>√ϜΑΧ</i>, έτσι ώστε το [[Βάκχος]] να αντιπροσωπεύει το <i>Ϝάκχος</i>· η [[λέξη]] [[Ἴακχος]] χρησιμ. αντί <i>ϜίϜακχος</i>· πιθ. προέρχεται από το [[ἰάχω]] = ϜιϜάχω, [[φωνάζω]], [[αλαλάζω]]).
}}
{{elru
|elrutext='''Βάκχος:''' ὁ (впервые у Soph.; тж. [[Ἴακχος]] и [[Διόνυσος]]) Вакх (сын Зевса и Семелы, уроженец Фив, бог винограда, виноградарства, виноделия и вина) Soph., Eur., Plut., Luc.
}}
}}