Anonymous

Βάκχος: Difference between revisions

From LSJ
1,076 bytes added ,  30 December 2018
3
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Βάκχος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> [[επίθετο]] του Δία<br /><b>3.</b> [[κρασί]]<br /><b>4.</b> όποιος κατέχεται από βακχική [[μανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ξένη λ. άγνωστης προελεύσεως, που συνδέεται με το λυδικό <i>Baki</i> στο επίθ. <i>Bakivalis</i> «Διονυσικλέους» (πρβλ. επίθ. <i>bakillis</i>), [[χωρίς]] όμως να [[είναι]] βέβαιο αν πρόκειται για [[δάνειο]] της Ελληνικής στη Λυδική ή το αντίθετο. Τέλος, άλλοι συνδέουν τη λ. με τα [[βαβαί]], [[βαβάκτης]] κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>βαχχεία</i>, [[Βακχείον]], [[βάκχειος]], [[Βακχεύς]], [[βακχεύω]], [[Βάκχη]], [[βακχιάζω]], [[βακχιακός]], [[Βάκχιος]], [[Βακχίς]], [[βακχιώ]], [[βακχιώτης]], [[βακχώ]], [[βακχώδης]]].
|mltxt=[[Βάκχος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> [[επίθετο]] του Δία<br /><b>3.</b> [[κρασί]]<br /><b>4.</b> όποιος κατέχεται από βακχική [[μανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ξένη λ. άγνωστης προελεύσεως, που συνδέεται με το λυδικό <i>Baki</i> στο επίθ. <i>Bakivalis</i> «Διονυσικλέους» (πρβλ. επίθ. <i>bakillis</i>), [[χωρίς]] όμως να [[είναι]] βέβαιο αν πρόκειται για [[δάνειο]] της Ελληνικής στη Λυδική ή το αντίθετο. Τέλος, άλλοι συνδέουν τη λ. με τα [[βαβαί]], [[βαβάκτης]] κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>βαχχεία</i>, [[Βακχείον]], [[βάκχειος]], [[Βακχεύς]], [[βακχεύω]], [[Βάκχη]], [[βακχιάζω]], [[βακχιακός]], [[Βάκχιος]], [[Βακχίς]], [[βακχιώ]], [[βακχιώτης]], [[βακχώ]], [[βακχώδης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Βάκχος:''' ὁ, Λατ. [[Bacchus]],<br /><b class="num">I.</b> νεότερο όνομα του Διονύσου (σημ., το όνομα «[[Βάκχος]]» απαντά για πρώτη [[φορά]] στο Σοφ.), ο [[οποίος]] αποκαλούνταν [[Διόνυσος]] [[Βάκχειος]] και ὁ [[Βάκχειος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> προσωνύμιο του <i>οἴνου</i>, σε Ευρ. κ.α.<br /><b class="num">III.</b> [[ένθερμος]] [[θιασώτης]] του Βάκχου, [[καθένας]] που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] μανίας, [[ιερής]] έξαψης, στον ίδ., σε Πλάτ. (σημ., φαίνεται ότι είναι <i>√ϜΑΧ</i>, έτσι ώστε το [[Βάκχος]] να αντιπροσωπεύει το <i>Ϝάκχος</i>· η [[λέξη]] [[Ἴακχος]] χρησιμ. αντί <i>ϜίϜακχος</i>· πιθ. προέρχεται από το [[ἰάχω]] = ϜιϜάχω, [[φωνάζω]], [[αλαλάζω]]).
}}
}}