Anonymous

βέλτερος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βέλτερος:''' -α, -ον, ποιητ. συγκρ. του [[ἀγαθός]], [[καλύτερος]], περισσότερο [[διαπρεπής]]· <i>βέλτερόν</i> (<i>ἐστι</i>), είναι καλύτερο (απρόσωπη [[έκφραση]] που συντάσσεται με απαρ.)· με απαρ. και δοτ. προσωπική, σε Όμηρ., Θέογν., Αισχύλ., κ.λπ.· από όπου, υπερθ. [[βέλτατος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, στον ίδ. (πιθ. από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με το [[βούλομαι]]).
|lsmtext='''βέλτερος:''' -α, -ον, ποιητ. συγκρ. του [[ἀγαθός]], [[καλύτερος]], περισσότερο [[διαπρεπής]]· <i>βέλτερόν</i> (<i>ἐστι</i>), είναι καλύτερο (απρόσωπη [[έκφραση]] που συντάσσεται με απαρ.)· με απαρ. και δοτ. προσωπική, σε Όμηρ., Θέογν., Αισχύλ., κ.λπ.· από όπου, υπερθ. [[βέλτατος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, στον ίδ. (πιθ. από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με το [[βούλομαι]]).
}}
{{elru
|elrutext='''βέλτερος:''' Hom., Aesch. = [[βελτίων]].
}}
}}