Anonymous

ἀωρί: Difference between revisions

From LSJ
263 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀωρί:''' επίρρ. του [[ἄωρος]], σε ακαθόριστο χρόνο, [[πολύ]] [[νωρίς]], σε Λουκ., Ανθ.· <i>ἀωρὶτῆς νυκτός</i>, [[αργά]] τη [[νύχτα]], κατά την πλήρη [[νύχτα]], σε Αντιφ., Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀωρί:''' επίρρ. του [[ἄωρος]], σε ακαθόριστο χρόνο, [[πολύ]] [[νωρίς]], σε Λουκ., Ανθ.· <i>ἀωρὶτῆς νυκτός</i>, [[αργά]] τη [[νύχτα]], κατά την πλήρη [[νύχτα]], σε Αντιφ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀωρί:''' (ῐ) adv. в неурочное время, в поздний час Luc., Anth.: (τῆς) νυκτὸς ἀ. Theocr. ἀ. [[νύκτωρ]] и τῶν νυκτῶν Arph. в глухую ночь, поздней ночью.
}}
}}