ἀωρί
ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)
English (LSJ)
(ἀωρεί PFay.19.2 (ii A. D.)), Adv. of ἄωρος, at an untimely hour, too early, Heraclid.Com.1.2, Luc.Bis Acc.1, AP12.116; ἀ. θανάτῳ ἀπέθανεν Ar.Fr.663 cod.; νυκτὸς ἀωρί at dead of night, Theoc.11.40, 24.38; ἀωρὶ τῶν νυκτῶν Antipho 2.1.4, 2.4.5; ἀωρὶ νύκτωρ (v.l. νυκτῶν) Ar.Ec.741, Phalar.Ep.141.2.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀωρεί PFay.19.2 (II d.C.)
a deshora, intempestivamente
1 muy pronto, prematuramente ἀ. πόντου κύματ' εὐρέως περᾷ E.Fr.921, ἀλεκτρύονα ... παραλαβὼν ἀ. κοκκύζοντα καὶ πλανώμενον, κατέκοψεν Heraclid.Com.1.2, cf. PFay.l.c.
2 muy tarde ἀ. τῶν νυκτῶν Antipho 2.1.4, 4.5, ἀ. νύκτωρ Ar.Ec.741, νυκτὸς ἀ. Theoc.11.40, 24.38, τοῖς ἀ. βαδίζουσιν Polyaen.2.34, τοῖς ἀ. δείπνων ἐπανιοῦσιν Luc.Bis Acc.1, ἐστὶ δ' ἀ. καὶ σκότος AP 12.116 (Anon.), οὐκ ἦν ἀ. λούστης M.Ant.1.16.8.
German (Pape)
[Seite 422] adv. zu ἄωρος, zur Unzeit, zu früh, bes. um Mitternacht, intempesta nocte, mit νυκτῶν Ar. Eccl. 741; τῶν νυκτῶν Antiph. II α 4; νυκτὸς ἀωρί Theocr. 11, 39; ohne den Zusatz, ἔστι ἀωρὶ καὶ σκότος Ep. ad. 24 (XII, 116); ἀωρὶ κοκκύζειν Heraclid. com. bei Ath. XII, 532 f; vgl. Luc. bis acc. 1; Polyaen. 2, 34; ἀωρὶ θανάτῳ ἀπέθανεν, was B. A. 476 aus Ar. angeführt ist, kann schwerlich richtig sein, man vermuthet ἀωροθάνατος.
French (Bailly abrégé)
adv.
à une heure indue.
Étymologie: ἄωρος.
Russian (Dvoretsky)
ἀωρί: (ῐ) adv. в неурочное время, в поздний час Luc., Anth.: (τῆς) νυκτὸς ἀ. Theocr. ἀ. νύκτωρ и τῶν νυκτῶν Arph. в глухую ночь, поздней ночью.
Greek (Liddell-Scott)
ἀωρί: ἐπίρρ. τοῦ ἄωρος, οὐχὶ ἐν καταλλήλῳ ὥρᾳ, ἀκαίρως, παρὰ πολὺ ἐνωρίς, Ἡρακλείδ. ἐν Mein. Κωμ. 3. 565, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 1, Ἀνθ. Π. 12. 116· ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν ἀείποτε προστίθεται, τῆς νυκτός, ἢ ὅμοιόν τι (πρβλ. ἀωρόνυκτος), ἀωρὶ τῆς νυκτός, ἀργὰ τὴν νύκτα, Λατ. intempesta nocte Ἀντιφῶν 119. 39, Θεόκρ. 11. 40· ἀωρὶ τῶν νυκτῶν Ἀντιφῶν 115. 18· νυκτὸς ἀωρί που [ἐξυπ. ἐστὶ] Θεόκρ. 24. 38· ἀωρὶ νύκτωρ (κοινῶς νυκτῶν) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 741, Φαλάριδος Ἐπιστ. Ἐμ. 88. Πρβλ. ἀωρία.
Greek Monotonic
ἀωρί: επίρρ. του ἄωρος, σε ακαθόριστο χρόνο, πολύ νωρίς, σε Λουκ., Ανθ.· ἀωρὶτῆς νυκτός, αργά τη νύχτα, κατά την πλήρη νύχτα, σε Αντιφ., Θεόκρ.
Middle Liddell
ἄωρος
Adv. of ἄωρος, at an untimely hour, too early, Luc., Anth.; ἀωρὶ τῆς νυκτός at dead of night, Antipho, Theocr.