Anonymous

ἄφενος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄφενος:''' τό, [[πρόσοδος]], [[περιουσία]], [[αφθονία]], σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν. (από την [[ίδια]] [[ρίζα]] όπως το Λατ. op-es).
|lsmtext='''ἄφενος:''' τό, [[πρόσοδος]], [[περιουσία]], [[αφθονία]], σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν. (από την [[ίδια]] [[ρίζα]] όπως το Λατ. op-es).
}}
{{elru
|elrutext='''ἄφενος:''' (ᾰ) τό (только nom. и acc. sing.; Hes., Anth. - ὁ ἄ.) богатство, изобилие, достаток Hom.
}}
}}