Anonymous

βουκολικός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βουκολικός:''' Δωρ. βωκ-, -ή, -όν, [[αγροτικός]], αυτός που ανήκει στους αγελαδάρηδες, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''βουκολικός:''' Δωρ. βωκ-, -ή, -όν, [[αγροτικός]], αυτός που ανήκει στους αγελαδάρηδες, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βουκολικός:''' дор. v. l. βωκολικός 3 пастушеский, буколический, пасторальный ([[ἀοιδή]] Theocr.; [[μέτρον]] Plut.; [[ποίημα]] Diod.; Μοῖσαι Anth.): βουκολικὴ [[τομή]] Plut. буколическая цезура (в 4-й стопе стиха).
}}
}}