3,277,719
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βουκολικός:''' Δωρ. βωκ-, -ή, -όν, [[αγροτικός]], αυτός που ανήκει στους αγελαδάρηδες, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''βουκολικός:''' Δωρ. βωκ-, -ή, -όν, [[αγροτικός]], αυτός που ανήκει στους αγελαδάρηδες, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βουκολικός:''' дор. v. l. βωκολικός 3 пастушеский, буколический, пасторальный ([[ἀοιδή]] Theocr.; [[μέτρον]] Plut.; [[ποίημα]] Diod.; Μοῖσαι Anth.): βουκολικὴ [[τομή]] Plut. буколическая цезура (в 4-й стопе стиха). | |||
}} | }} |