βουκολικός
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
βουκολική, βουκολικόν,
A rustic, pastoral, ἀοιδά Theoc.1.64,70, etc.; τὰ βουκολικά = pastoral poetry, Hermog.Id.2.3.
2 βουκολικὸν μέτρον = metre used by pastoral poets, Plu. Metr.2; τομή 'bucolic' caesura, ib.3.
II βουκολικός, ὁ, official in cult of Dionysus, IG22.1368.123.
2 bucolicon = πάνακες Ἀσκληπίειον, Plin.HN25.31.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): lat. bucolicus Ou.Tr.2.538, Colum.3.9.4, 7.10.8, Quint.Inst.9.2.13, Fest.210, Gell.9.9.4, Diom.1.486.17
I 1pastoril, propio de la poesía pastoril, bucólico ἀοιδά Theoc.1.64, 70, ποιήματα Plu.Metr.3, σύριγξ Longus 1.15.2, cf. Colum.7.10.8, μέτρον Plu.Metr.2, τομή β. cesura bucólica Plu.Metr.3, cf. Ou.Tr.l.c.
•subst. τὸ βουκολικόν = canto pastoril Longus 1.27.1
•plu. poemas pastoriles Diom.l.c.
•Bucólicas, tít. de los poemas pastoriles de Teócrito y Virgilio, Colum.3.9.4, Quint.Inst.l.c., Hermog.Id.2.3 (p.322), Fest.l.c., Gell.l.c.
2 pastoril, propio del pastoreo de ganado vacuno ποιμαντικὴ καὶ βουκολικὴ τέχνη Gal.5.750.
3 propio de los vaqueros o boyeros ref. a los pueblos salteadores del Delta del Nilo ἡ βουκολικὴ κώμη = el poblado de los Vaqueros, e.e. Besa Hld.6.4.2, νῆσος Hld.6.10.1 (cf. Βουκόλοι 1).
II subst.
1 ὁ βουκολικός el boyero n. de un oficiante en el culto de Dioniso IG 22.1368.123 (II d.C.).
2 τὸ βουκολικόν = tasa de pastoreo, impuesto de pastoreo PLond.1217b.4 (III d.C.).
3 bot. τὸ βουκολικόν tal vez zanahoria bastarda, Echinophora tenuifolia L., Plin.HN 25.31.
4 métr. τὸ βουκολικόν = bucólico otro n. del tetrámetro dactílico, Sch.Pi.I.1T.
German (Pape)
[Seite 456] den Hirten betreffend, ἀοιδή, Hirtengesang, Theocr. 1, 64 u. öfter; τὰ βουκολικά, Hirtengedichte.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les bouviers ou les pâtres, bucolique, pastoral.
Étymologie: βουκόλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουκολικός -ή -όν βουκόλος herders-:. β. ἀοιδά herderszang Theocr. Id. 1.64.
Russian (Dvoretsky)
βουκολικός: дор. v.l. βωκολικός 3 пастушеский, буколический, пасторальный (ἀοιδή Theocr.; μέτρον Plut.; ποίημα Diod.; Μοῖσαι Anth.): βουκολικὴ τομή Plut. буколическая цезура (в 4-й стопе стиха).
Greek Monolingual
ή, -ό (AM βουκολικός, -ή, -όν) βουκόλος
1. αγροτικός, ποιμενικός
2. είδος της λυρικής ποίησης με κυριότερο εκπρόσωπο τον Θεόκριτο («βουκολικὴ ποίηση», «βουκολικὴ ἀοιδά», «βουκολικὰ ἔπη»)
3. Βουκολικά, τα
συλλογή δέκα ποιημάτων του Βεργιλίου
4. φρ. «βουκολική τομή» ή «... διαίρεση» — τομή στο τέλος του τέταρτου δακτύλου του εξαμέτρου
αρχ.
βουκολικός, τίτλος αξιωματούχου της Διονυσιακής λατρείας.
Greek Monotonic
βουκολικός: Δωρ. βωκ-, -ή, -όν, αγροτικός, αυτός που ανήκει στους αγελαδάρηδες, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
βουκολικός: Δωρ. βωκ-, ή, όν, ἀγροτικός, εἰς βουκόλους ἀνήκων, Θεόκρ. 1. 64, 70, κτλ.
Middle Liddell
pastoral, Theocr.