Anonymous

βαμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βαμβαίνω:''' μόνο στον ενεστ., [[τρίζω]] τα δόντια μου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[τραυλίζω]], [[ψευδίζω]], [[ψελλίζω]], σε Βίωνα (ηχομιμ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''βαμβαίνω:''' μόνο στον ενεστ., [[τρίζω]] τα δόντια μου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[τραυλίζω]], [[ψευδίζω]], [[ψελλίζω]], σε Βίωνα (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
{{elru
|elrutext='''βαμβαίνω:''' <b class="num">1)</b> стучать зубами, дрожать (βαμβαίνων χλωρὸς ὑπαὶ [[δείους]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> бормотать, лепетать Anth.
}}
}}