Anonymous

βαφή: Difference between revisions

From LSJ
780 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰφή:''' ἡ ([[βάπτω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[βύθισμα]] του πυρακτωμένου σιδήρου στο [[νερό]], [[σκλήρυνση]] που επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[βούτηγμα]] στη [[βαφή]], το [[βάψιμο]], το [[χρωμάτισμα]], [[αλλά]] και το ίδιο το [[χρώμα]], σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>κρόκου βαφαί</i>, ύφασμα που [[καθώς]] βυθίζεται χρωματίζεται με το [[χρώμα]] των κρόκων, σε Αισχύλ.· βαφαὶ [[ὕδρας]], ύφασμα που βυθιζόμενο χρωματίζεται στο [[αίμα]] της ύδρας, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> <i>χαλκοῦ βαφαί</i>, στον Αισχύλ.· είναι πιθ. [[τέχνη]] του χρωματίσματος του ορείχαλκου· παροιμ., εκφράζει [[κάτι]] που δεν είναι δυνατό να γνωρίζει μια [[γυναίκα]], το άγνωστο [[αλλά]] και το αδύνατο.<br /><b class="num">IV.</b> σε Αἴ. Σοφ., βαφῇ [[σίδηρος]] ὣς ἐθηλύνθην [[στόμα]]· [[μάλλον]] είναι ορθότερο να συναφθεί το «βαφῇ [[σίδηρος]]» με το <i>«καρτερὸς γενόμενος»</i> και όχι με το <i>«ἐθηλύνθην»</i>, [[επειδή]] ο [[σίδηρος]] γίνεται πιο [[σκληρός]], [[αλλά]] σε καμία [[περίπτωση]] πιο [[μαλακός]], μέσω της βαφής.
|lsmtext='''βᾰφή:''' ἡ ([[βάπτω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[βύθισμα]] του πυρακτωμένου σιδήρου στο [[νερό]], [[σκλήρυνση]] που επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[βούτηγμα]] στη [[βαφή]], το [[βάψιμο]], το [[χρωμάτισμα]], [[αλλά]] και το ίδιο το [[χρώμα]], σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>κρόκου βαφαί</i>, ύφασμα που [[καθώς]] βυθίζεται χρωματίζεται με το [[χρώμα]] των κρόκων, σε Αισχύλ.· βαφαὶ [[ὕδρας]], ύφασμα που βυθιζόμενο χρωματίζεται στο [[αίμα]] της ύδρας, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> <i>χαλκοῦ βαφαί</i>, στον Αισχύλ.· είναι πιθ. [[τέχνη]] του χρωματίσματος του ορείχαλκου· παροιμ., εκφράζει [[κάτι]] που δεν είναι δυνατό να γνωρίζει μια [[γυναίκα]], το άγνωστο [[αλλά]] και το αδύνατο.<br /><b class="num">IV.</b> σε Αἴ. Σοφ., βαφῇ [[σίδηρος]] ὣς ἐθηλύνθην [[στόμα]]· [[μάλλον]] είναι ορθότερο να συναφθεί το «βαφῇ [[σίδηρος]]» με το <i>«καρτερὸς γενόμενος»</i> και όχι με το <i>«ἐθηλύνθην»</i>, [[επειδή]] ο [[σίδηρος]] γίνεται πιο [[σκληρός]], [[αλλά]] σε καμία [[περίπτωση]] πιο [[μαλακός]], μέσω της βαφής.
}}
{{elru
|elrutext='''βᾰφή:''' ἡ<b class="num">1)</b> тж. pl. окраска, цвет Aesch., Plat., Arst., Plut.: τὰ [[ἄνθη]] ἀποβεβληκότα τὴν βαφήν Luc. поблекшие цветы;<br /><b class="num">2)</b> крашеная ткань: κρόκου βαφαί Aesch. шафранно-желтые одежды; βαφαὶ [[ὕδρας]] Eur. платье, омоченное в крови гидры;<br /><b class="num">3)</b> закалка (χαλκοῦ Aesch.; σιδήρου Soph., Arst.);<br /><b class="num">4)</b> острота, крепость (οἴνου Plut.);<br /><b class="num">5)</b> перен. характер, привкус (τὴν βαφὴν οὐκ ἀνιέναι τῆς τυραννίδος Plut.).
}}
}}