Anonymous

γεύμεθα: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γεύμεθα:''' ποιητ. αʹ πληθ. του <i>γευόμεθα</i>, Μέσ. παρακ. του [[γεύω]].
|lsmtext='''γεύμεθα:''' ποιητ. αʹ πληθ. του <i>γευόμεθα</i>, Μέσ. παρακ. του [[γεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''γεύμεθα:''' дор. (= γευόμεθα) 1 л. pl. praes. med. к [[γεύω]].
}}
}}