Anonymous

δεινολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεινολογέομαι:''' ([[λέγω]]), αποθ., [[παραπονιέμαι]] μεγαλόφωνα, [[ελεεινολογώ]] τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''δεινολογέομαι:''' ([[λέγω]]), αποθ., [[παραπονιέμαι]] μεγαλόφωνα, [[ελεεινολογώ]] τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δεινολογέομαι:''' горько жаловаться, возмущаться, негодовать Her., Plut.
}}
}}