Anonymous

γυῖον: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γυῖον:''' τό, το [[μέλος]] του σώματος, σε Όμηρ.· στον πληθ., στις εκφράσεις <i>γυῖα λέλυντο</i>, ὑπὸ [[τρόμος]] [[ἔλλαβε]] γυῖα, ὅπποτέ [[κέν]] μιν γυῖα λάβῃ [[κάματος]]· ομοίως και σε Τραγ.· <i>γυῖα ποδῶν</i>, τα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>γυῖα</i>, τα χέρια, σε Θεόκρ.· και [[γυῖον]], στον ενικ. το [[χέρι]], στον ίδ.
|lsmtext='''γυῖον:''' τό, το [[μέλος]] του σώματος, σε Όμηρ.· στον πληθ., στις εκφράσεις <i>γυῖα λέλυντο</i>, ὑπὸ [[τρόμος]] [[ἔλλαβε]] γυῖα, ὅπποτέ [[κέν]] μιν γυῖα λάβῃ [[κάματος]]· ομοίως και σε Τραγ.· <i>γυῖα ποδῶν</i>, τα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>γυῖα</i>, τα χέρια, σε Θεόκρ.· και [[γυῖον]], στον ενικ. το [[χέρι]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γυῖον:''' τό<b class="num">1)</b> член тела, преимущ. конечность (γυίων [[ῥώμη]] Aesch.; οὐ [[μόνον]] στέρνα καὶ [[κεφαλή]], ἀλλὰ καὶ γυῖα Plut.): γυῖα ποδῶν Hom. = πόδες;<br /><b class="num">2)</b> рука Theocr.;<br /><b class="num">3)</b> тж. pl. тело Pind., Luc.: μητρὸς γυῖα Luc. материнская утроба.
}}
}}