Anonymous

δεκασύλλαβος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(8)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δεκασύλλαβος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[δέκα]] συλλαβές («δεκασύλλαβη [[λέξη]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δεκασύλλαβος]]<br />[[στίχος]] που αποτελείται από [[δέκα]] συλλαβές.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δεκασύλλαβος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[δέκα]] συλλαβές («δεκασύλλαβη [[λέξη]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δεκασύλλαβος]]<br />[[στίχος]] που αποτελείται από [[δέκα]] συλλαβές.
}}
{{elru
|elrutext='''δεκασύλλᾰβος:''' стих. десятисложный.
}}
}}