3,276,318
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δηλήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[επιβλαβής]], [[ολέθριος]], [[φθοροποιός]], [[καταστροφικός]]· <i>βροτῶν δηλήμονα</i>, καταστρεπτικά για αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀνθρώπων οὐ δηλήμονες</i>, που δεν προκαλούν στους ανθρώπους καμία [[βλάβη]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''δηλήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[επιβλαβής]], [[ολέθριος]], [[φθοροποιός]], [[καταστροφικός]]· <i>βροτῶν δηλήμονα</i>, καταστρεπτικά για αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀνθρώπων οὐ δηλήμονες</i>, που δεν προκαλούν στους ανθρώπους καμία [[βλάβη]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δηλήμων:''' 2, gen. ονος вредный, губительный (βροτῶν πάντων Hom.; ἀνθρώπων Her.). | |||
}} | }} |