Anonymous

δηλήμων: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δηλήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[επιβλαβής]], [[ολέθριος]], [[φθοροποιός]], [[καταστροφικός]]· <i>βροτῶν δηλήμονα</i>, καταστρεπτικά για αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀνθρώπων οὐ δηλήμονες</i>, που δεν προκαλούν στους ανθρώπους καμία [[βλάβη]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''δηλήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[επιβλαβής]], [[ολέθριος]], [[φθοροποιός]], [[καταστροφικός]]· <i>βροτῶν δηλήμονα</i>, καταστρεπτικά για αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀνθρώπων οὐ δηλήμονες</i>, που δεν προκαλούν στους ανθρώπους καμία [[βλάβη]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δηλήμων:''' 2, gen. ονος вредный, губительный (βροτῶν πάντων Hom.; ἀνθρώπων Her.).
}}
}}