δηλήμων
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
δηλήμον, gen. ονος, baneful, noxious, βροτῶν δηλήμονα πάντων Od.18.85, al.; ὄφιες ἀνθρώπων οὐδαμῶς δηλήμονες = snakes harmless to men, Hdt.2.74, cf. 3.109: abs., of the gods, σχέτλιοί ἐστε, θεοί, δηλήμονες Il.24.33 (in Od.5.118 nearly all codd. give ζηλήμονες): in late Prose, Jul.Or.2.87a.
Spanish (DGE)
-ον
dañino, nocivo, funesto, destructor c. gen. obj. de pers. Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων Od.18.85, ὄφιες ἀνθρώπων οὐδαμῶς δηλήμονες = serpientes que no dañan a los hombres Hdt.2.74, cf. 3.109, σῦν ἐμπόρων δηλήμον' S.Fr.730c.19, δαίμονες ἀνθρώπων δηλήμονες Procl.H.1.28, γυναῖκες ... σφωιτέρων τεκέων δηλήμονες Nonn.D.21.110, c. gen. obj. de cosa τάφων δηλήμων = profanador de tumbas, AP 8.228 (Gr.Naz.), cf. Triph.642, δηλήμων πάτρης Nonn.D.40.178
•abs. maléfico σχέτλιοί ἐστε, θεοί, δηλήμονες Il.24.33, Od.5.118 (var.), de fieras, Iul.Or.3.87a, δηλήμων ἀνήρ = malhechor, AP 8.189 (Gr.Naz.).
German (Pape)
[Seite 560] ον, Schaden stiftend, verderblich, substantivisch = der Verderber, von δηλέομαι; Apoll. Lex. Hom. 58, 14 δηλήμονες· βλαπτικοί Bei Homer fünfmal: Odyss. 18, 85. 116. 21, 308 εἰς Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων; Odyss. 5, 118 Iliad. 24, 33 σχέτλιοί ἐστε, θεοί, δηλήμονες (ἔξοχον ἄλλων), var. lect. ζηλήμονες, s. Scholl. und Eustath. – Herodt. 2, 74 ἱροὶ ὄφιες, ἀνθρώπων οὐδαμῶς δηλήμονες; 3, 109 οἱ δὲ ἄλλοι ὄφιες ἐόντες ἀνθρώπων οὐ δηλήμονες κτἑ.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
funeste à, gén..
Étymologie: δηλέομαι.
English (Autenrieth)
ονος: harming, destructive; subst., destroyer, Od. 18.85.
Greek Monolingual
δηλήμων, -ον (Α) δηλέομαι (Ι)]
αυτός που φέρνει φθορά, ο βλαπτικός, ο ολέθριος.
Greek Monotonic
δηλήμων: -ον, γεν. -ονος, επιβλαβής, ολέθριος, φθοροποιός, καταστροφικός· βροτῶν δηλήμονα, καταστρεπτικά για αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· ἀνθρώπων οὐ δηλήμονες, που δεν προκαλούν στους ανθρώπους καμία βλάβη, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
δηλήμων: 2, gen. ονος вредный, губительный (βροτῶν πάντων Hom.; ἀνθρώπων Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δηλήμων -ον, gen. -ονος [δηλέομαι] schadelijk, verderfelijk.
Middle Liddell
[from δηλέομαι
baneful, noxious, βροτῶν δηλήμονα baneful to them, Od.; ἀνθρώπων οὐ δηλήμονες doing men no hurt, Hdt.