Anonymous

διάδημα: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάδημα:''' -ατος, τό ([[διαδέω]]), [[στεφάνι]], [[ταινία]] ή [[κορδέλα]], [[ιδίως]] [[τιάρα]], [[κορόνα]], [[στέμμα]] του βασιλιά των Περσών, σε Ξεν.
|lsmtext='''διάδημα:''' -ατος, τό ([[διαδέω]]), [[στεφάνι]], [[ταινία]] ή [[κορδέλα]], [[ιδίως]] [[τιάρα]], [[κορόνα]], [[στέμμα]] του βασιλιά των Περσών, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διάδημα:''' ατος τό головная повязка, диадема (преимущ. у персидских, позднее тж. у македонских и других царей) Xen., Plut., Diod.
}}
}}