Anonymous

διαλλαγή: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαλλᾰγή:''' ἡ ([[διαλλάσσω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ανταλλαγή]], [[αλλαγή]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αλλαγή]], [[μετάβαση]] από [[εχθρότητα]] σε [[φιλία]], [[συμφιλίωση]], [[ανακωχή]], [[ειρήνευση]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· στον πληθ., σε Ευρ.· διαλλαγαὶ [[πρός]] τινα, σε Δημ.
|lsmtext='''διαλλᾰγή:''' ἡ ([[διαλλάσσω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ανταλλαγή]], [[αλλαγή]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αλλαγή]], [[μετάβαση]] από [[εχθρότητα]] σε [[φιλία]], [[συμφιλίωση]], [[ανακωχή]], [[ειρήνευση]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· στον πληθ., σε Ευρ.· διαλλαγαὶ [[πρός]] τινα, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαλλᾰγή:''' ἡ<b class="num">1)</b> обмен, pl. торговля (διαλλαγὰς ἔχειν ἀλλήλοισίν τινος Eur.);<br /><b class="num">2)</b> преимущ. pl. заключение мира, примирение Her., Eur., Arph., Xen., Isocr., Plat., Dem.;<br /><b class="num">3)</b> рит. диаллага (накопление разных доводов в защиту одного и того же положения) Quint.
}}
}}