Anonymous

διακναίω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διακναίω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> ξύνω [[κάτι]] [[μέχρι]] να εξαφανιστεί, [[καταστρέφω]] ξύνοντας, <i>ὄψιν δ</i>., [[καταστρέφω]] τα μάτια κάποιου, σε Ευρ. — Παθ., κομματιάζομαι, [[γίνομαι]] θρύψαλα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξαντλώ]], [[φθείρω]], σε Ευρ. — Παθ., φθείρομαι εντελώς, καταστρέφομαι, σε Αισχύλ., Ευρ.· τὸ [[χρῶμα]] διακεκναισμένος, αυτός που έχει χάσει όλο του το [[χρώμα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''διακναίω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> ξύνω [[κάτι]] [[μέχρι]] να εξαφανιστεί, [[καταστρέφω]] ξύνοντας, <i>ὄψιν δ</i>., [[καταστρέφω]] τα μάτια κάποιου, σε Ευρ. — Παθ., κομματιάζομαι, [[γίνομαι]] θρύψαλα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξαντλώ]], [[φθείρω]], σε Ευρ. — Παθ., φθείρομαι εντελώς, καταστρέφομαι, σε Αισχύλ., Ευρ.· τὸ [[χρῶμα]] διακεκναισμένος, αυτός που έχει χάσει όλο του το [[χρώμα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''διακναίω:''' <b class="num">1)</b> стирать до основания, разбивать, разламывать, разрушать (λίθους Arst.; [[κάμαξ]] διακναιομένη Aesch.; [[πόλις]] διακναισθήσεται Arph.): δ. ὄψιν Eur. выкалывать глаза;<br /><b class="num">2)</b> мучить, изводить ([[πόθος]] μ᾽ [[ἔχει]] διακναίσας Eur., Arph.; μυρίοις μόχθοις διακναιόμενος Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> стирать, делать блеклым, портить (τὸ [[χρῶμα]] - acc. - διακεκναισμένος Arph.).
}}
}}