Anonymous

διάνδιχα: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάνδῐχα:''' επίρρ., κατά [[δύο]] τρόπους· [[διάνδιχα]] μερμηρίζειν, διχάζομαι, [[αμφιταλαντεύομαι]] [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] απόψεις, [[διχογνωμώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[διάνδιχα]] δῶκε, έδωσε ένα από [[δύο]] πράγματα, στον ίδ.· δ. [[ἔαξα]], το έσπασα στα [[δύο]], <i>σε Θεόκρ</i>.
|lsmtext='''διάνδῐχα:''' επίρρ., κατά [[δύο]] τρόπους· [[διάνδιχα]] μερμηρίζειν, διχάζομαι, [[αμφιταλαντεύομαι]] [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] απόψεις, [[διχογνωμώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[διάνδιχα]] δῶκε, έδωσε ένα από [[δύο]] πράγματα, στον ίδ.· δ. [[ἔαξα]], το έσπασα στα [[δύο]], <i>σε Θεόκρ</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''διάνδῐχα:''' adv. пополам, надвое: οἱ [[ἦτορ]] δ. μερμήριξεν Hom. он заколебался между двумя решениями; δ. θυμὸν ἔχειν Hes. различаться душевными свойствами; δ. κλῇθρα κλίνεται Eur. ворота (широко) распахиваются; δ. κεφαλὴν [[ἆξαι]] Theocr. рассечь голову пополам; δ. δοῦναί τινι Hom., из двух вещей дать кому-л. (лишь) одну.
}}
}}